United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν έστρωσε και ξαπλώθηκε και τράβηξε κ' ένα τσιμπουκάκι, έδεσε τα χέρια πίσω απ' το κεφάλι κι' άρχισε την κουβέντα: — Καλά περάσαμε και σήμερα, Στρατή. — Δόξα σοι ο Θεός! — Για κύττα ταστέρια, Στρατή. Σμάρι ταστέρια απόψε. Γεμίσανε τα ουράνια. Κι' όλο φανερώνονται καινούργια. Όλο βγαίνουνε και τελειωμό δεν έχουνε. — Λες κ' έχει πανηγύρι στα ψηλά ο Γερο-Θεός.

Είχα μαζί μου μια πιστόλα κ' ένα μαχαίρι. Αδειάζω την πιστόλα με χίλιες κατάρες, και τρέχω με το μαχαίρι καταπάνω στο κορμί που μισόβλεπα κατά το μέρος οπούθε ήρθε η τουφεκιά. Ώσπου να πάγω κοντά του, αυτός ξαπλώθηκε. Ως τόσο οι τουφεκιές πρέπει νάφεραν κι άλλους κοντά μου, γιατί άκουγα αντρίκιες κουβέντες γύρω. Τι να κάμω δεν ήξερα. Είπα, ας κρυφτώ σε κανένα δέντρο απάνω.

Θα μείνης λίγες ώρες, απόψε πρέπει να γίνη η δουλειά κι άβριο το πρωί. — Μάλιστα, θα γίνη! — Εκεί που το πιστέβεις με τα σωστά σου, γυρίζεις και τι βλέπεις; Ο νοικοκύρης έφυγε· ο μεγαλήτερός του γιός έπεσε απάνω σε δυο σάκκους πίτερα και ρουχαλίζει· η κόρη του ξαπλώθηκε στο κρεββάτι και κοιμάται, είκοσι χρονώ γυναίκα· μια άλλη, δεκαπέντε χρονώ, καμώνεται πως νυστάζει. Βουβάθηκαν όλοι.

Την επιστήμη δεν την πολυπιστεύω, και η υπερβολική πίστη του κόσμου σ' αυτήν, μου φαίνεται εμένα σαν καμιά αρρώστια του καιρού μαςίσως σύμπτωμα κι αυτό ξεπεσμού μερικών λαών της Ευρώπης. Το επιστημονικό πνεύμα, αφού ξαπλώθηκε στους αρχαίους λαούς, τους έφαγε. Να δούμε μάς τι θα μας κάμει. ·

Μέτρα ξαφνικά κ' υστερικά, κι όχι φρόνιμης και λογαριασμένης πολιτικής. Μήτε αυτή ως τόσο τη φορά δεν ξαπλώθηκε το κακό ως την καθαυτό Ελλάδα, ας είναι καλά η Θεσσαλονίκη, που τους έκοψε το δρόμο με τα δυνατά οχυρώματά της. Χρόνος πια τώρα δεν περνούσε που να μην παρουσιάζουνται οι άγριες φυλές, πότε στην Ιλλυρία, πότε ανατολικώτερα, κατά τον Εύξεινο.

Ο δεκανέας πέταξε την καπότα του στο πλάι της γωνίας, έβγαλε τα τσαρούχια του και ξαπλώθηκε σα σωστός καπετάνιος. — Ε! δε μας δίνεις κάνα ρακάκι, κυρ πάρεδρε είπε. Κόψε μας και λίγο καπνό να φκιάσουμε τσιγάρες. Συ σταυρομάννα, ξέρεις τόρα· αποσταμένος είμαι, κάνα π'λί στη σούβλα, καμιά κλούρα με τυρί και κάν' αυγό στο τηγάνι. Έλα, κυρ πάρεδρε, τι χαμπέρια στο χωριό;

Καμμιά φωνή δεν αποκρινότανε τώρα σαν τις άλλες φορές στους στοχασμούς του. Οι έγνοιες του είχανε πεθάνει κι' αυτές. Και του ήρθε φόβος. Ξανάκαμε το σταυρό του και καθώς δεν τον βαστούσανε πια τα πόδια, έγυρε και ξαπλώθηκε χάμου, σα ζαλισμένος. Τα γέρικα στήθια του ανεβοκατεβαίνανε, σαν να τα τάραζε φουρτούνα, το κεφάλι του σάλευε, το άσπρο κεφάλι, σ' ένα μυρολόγι παράξενο χωρίς δάκρυα.

Το πήρε στα χέρια της η κόρη, τόσφιξε μέσα στα μεστωμένα στήθη της, και το φίλησε, το φίλησε παράφορα.... Ύστερα ξαπλώθηκε στη βελέντζα της μ' έναν αναστεναγμό, πνιγμένο στη βοή της ανεμοζάλης που παράδερνε έξω ακόμα φριχτά.... Θαμπά, θαμπά ξυπνήσαμε. Η αυγή ξημέρονε κρύα και καθάρια, ο ουρανός έφεγγε λαγαρός.

Άρχισε αυτή η φωτιά στα Χαλκωματάδικα, ξαπλώθηκε κατά τη δημόσια πλατεία, ξολόθρεψε μέγαρα και σπίτια τριγύρω της, έκαμε τέλος στάχτη και την περίφημη τη βασιλική βιβλιοθήκη του Ιουλιανού με τις εκατόν είκοσι χιλιάδες τόμους που είχε. Εκεί φυλάγουνταν κ' η Ιλιάδα κ' η Οδύσσεια, γραμμένες με χρυσά ψηφιά σε φειδιού άντερο εκατόν είκοσι πόδια μάκρος. Να ξανάρθουμε τώρα στο Ζήνωνα.

— «Αχ! αδερφούλη μου, Φώτο! Εγώ σε γύρευα ανάμεσα στους ζωντανούς, και συ βρίσκεσαι ανάμεσα στους πεθαμένουςΛέγοντας αυτά ξαπλώθηκε ψηλά στο χορταριασμένο μνήμα, κλαίοντας και μύροντας, σα μικρό παιδί. Κανένας δε ζύγωσε να τον παρηγορήση, για μια τέτοια μεγάλη δυστυχία. Έκλαιγαν κι' άλλοι γύρα του σκυμμένοι σε φωτισμένα μνήματα, αλλά καθένας έκλαιγε τον πόνο του.