United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλα πήγαιναν καλά∙ η γαμήλια τελετή θα γινόταν στο σπίτι του γαμπρού κι εδώ τίποτα δεν τάραζε την παλιά γαλήνη. Για αν μην ενοχλήσει η Νοέμι τον άρρωστο δεν καθάρισε ούτε την κουζίνα, όπως συνηθίζεται στους γάμους. Το σπίτι και η αυλή ήταν σιωπηλά, ο γάτος ήταν ακίνητος επάνω στον πάγκο, μαύρος με πράσινα μάτια σαν να ήταν η προσωποποίηση της μοναξιάς.

Τo στόμα του γέλαγε καμμιά φορά, μα τα μάτια του δε γέλαγαν, παρά μόνο ανοίγανε διάπλατα σα νανθίζανε, με κάτι παράξενες κόρες διπλές και τρίδιπλες, γαλαζοπράσινες• και τα μακριά ματόκλαδα, ίδια κρόσσια που γύριζαν καταπάνω, έκαναν ολόγυρα στα μάτια μιαν αλλοιώτικη σκιά σαν από κλαδιά γερμένα σε βαθύ νερό, που σε τάραζε περισσότερο από ματιά και σε τραβούσε σα μαγνήτης.

Κάποιος άρρωστος όμως βογκούσε μέσα στο θλιβερό σαν στάβλο φυλάκιο και ο ανθρώπινος πόνος τάραζε την ερημιά. Ο Έφις ξεκίνησε πάλι πριν την αυγή, πιο κουρασμένος από πριν. Και να τα βουνά της Ολιένα να ξεπετιούνται μέσα από τα λευκά πυκνά σύννεφα σαν μια μάζα από λιβάνι μπροστά στο τραχύ θυσιαστήριο από γρανίτη της Ορτομπένε.

Το μικρό και αρρωστιάρικο σώμα του, τάραζε σπασμωδικά και στα μάτια του τα καστανά έτρεμαν δυο δάκρυα. Τώρα δεν είχε τίποτα από τη σοβαρή αξιοπρέπεια που φορούσε για τήβεννο σοφίας απάνω του από μικρός. Ήταν ένα τσαχπίνικο παιδί που δε δίνει μια πεντάρα έξω από τη ζωούλα του. Τόσο αστείοι του φαίνονταν οι φόβοι τ' αδερφού του.

Καμμιά φωνή δεν αποκρινότανε τώρα σαν τις άλλες φορές στους στοχασμούς του. Οι έγνοιες του είχανε πεθάνει κι' αυτές. Και του ήρθε φόβος. Ξανάκαμε το σταυρό του και καθώς δεν τον βαστούσανε πια τα πόδια, έγυρε και ξαπλώθηκε χάμου, σα ζαλισμένος. Τα γέρικα στήθια του ανεβοκατεβαίνανε, σαν να τα τάραζε φουρτούνα, το κεφάλι του σάλευε, το άσπρο κεφάλι, σ' ένα μυρολόγι παράξενο χωρίς δάκρυα.

Η ιδέα τούτη την τρόμαζε κ' ένοιωθε μέσα της τη λαχτάρα του φονιά κ' ένα σύγκρυο της περνούσε τα κόκκαλά της. Και γυρεύοντας να λυτρωθή απ' το σαράκι που την έτρωγε, παρακαλούσε από μέσα της να ησυχάση μιαν ώραν αρχήτερα, να κλείση τα μάτια του και να πάρη μαζί του αυτό που την τάραζε και την αγρίευε. Έτσι της φαινότανε πως εύρισκε το λυτρωμό της.

Μέρα και νύχτα στοχαζόμουνα τι μπορούσα να κάμω για να ξεφύγω τον κίντυνο που φοβόμουνα πως θα μου τάραζε τη χαρά του καλοκαιριού και τέλος νόμισα πως βρήκα το μέσο. Πρότεινα δηλαδή μια μέρα της γυναίκας μου να κάμουμε το γύρο όλης της Σουηδίας ως τους δυτικούς γιαλούς και το έκαμα γιατί ήθελα να τη νικήσω. Αιστανόμουνα πως θανοίγαμε μεταξύ μας έναν αγώνα και δεν ήθελα να βγω νικημένος απ' αυτόν.

Αχ, αυτές οι γυναίκες, βουλωμένα τάχαν ταυτιά τους και δεν άκουγαν τίποτ’ απ’ όλο αυτό το κακό ; Βοήθεια, Κερά γειτόνισσα ! ελάτε! η Βεργινία πεθαίνει ! ξεφώνισε, ταράζοντας σύσσωμη απ' της φωνής της τον τρόμο κι απ’ το ίδιο το νόημα το φριχτό του λόγου πούλεγεΔεν μπορούσε να βγη απέξω να φέρη κανέναν απ’ τη γειτονιά : κι αν πέθαινε η Βεργινία σταναμεταξύ μονάχη;-κ' έσφιγγε τα μηλίγγια της με τις κλειστές μπουνιές της απ’ την απελπισία, σα να φοβότανε μην της φύγη το μυαλό της. . . Εκεί που κοβόταν έτσι και τάραζε, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Νίκος με το γιατρό.

Η αναπνοή του σερνότανε βαρειά και βαθειά, ροχάλιζε σχεδόν-που δεν τόκανε ποτέ του. . . Κάτω απ’ τα πάπλωμα της Λιόλιας κάτι τάραζε. . τρεμοσάλευε: η Λιόλια έκλαιγε μ’ αναφυλλητά. . Έκλαιγε για τη δυστυχισμένη τη Βεργινία, για το φιλί του Νίκου που της έκαιγε ακόμα στα χείλια κι ως μέσα στην ψυχή της, έκλαιγε για τα χορό που τέλειωσε και για τα βιολιά που έπαιζαν πιο δυνατά και πιο γλυκά μόλις πήγαινε κοντά τους και τώρα σβήσανε για πάντα γιατί άμα σβήση κάτι και πεθάνη, για πάντα πεθαίνει!