Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Απ’ την ημέρα πούχαν πάει στα λουλούδια δεν είχε σηκώσει τα μάτια της απάνω του απ’ το φόβο μήπως απαντήση τα φριχτά μάτια της Βεργινίας που ξεφώνιζαν, άλαλα, από καημό κι απελπισία. . περισσότερο όμως ακόμα φοβότανε μήπως αντικρύση τα δικά του μάτια!

Παρακινούσε ο Δάμωνας και το Δάφνη να παχαίνη τα γίδια όσο μπορούσε περισσότερο, λέγοντας, ότι δίχως άλλο κ' εκείνα θα ζητήση να τα ιδή ο αφέντης, ερχάμενος ύστερ' από καιρό. Κ' εκείνος δε φοβότανε ότι δε θα παινευτή γι' αυτά, επειδή και διπλά από όσα είχε πάρει τάκαμε και κανένα δεν του είχε αρπάξει λύκος και ήτανε πιο παχιά από τα πρόβατα.

Πίστευα πως πάντα η θέλησή μου είτανε να την κρατώ στα χέρια, πίστευα πως το έκαμα πάντα και τώρα από όλο το είναι της έβγαινε ένας τόνος, που μου έλεγε πως με όλα αυτά ξέσκισα απρόσεχτα το βάθος της ψυχής της και της έκαμα μια πληγή, που ίσως να μάτωνε πολύν καιρό πρι να τολμήση να με κάμη να υποψιαστώ πως υπόφερε. Έδειχνε πως φοβότανε κάπως εμέ ή την κρίση μου ή και τα δυο.

Αλλ' η μητέρα μου, αν και φαίνεται της άρεσε λίγο το πράμμα, επέμενε να με πάρη μαζή της. Φοβότανε μήπως μου συμβή τίποτε στην επιστροφή, γιατί θα περνούσαμε από τουρκοχώρια. Έπειτα είχα ρεμπελέψει· έπρεπε και να διαβάσω λίγο.

Επειδή όντας αρχάριος φοβότανε το αίμα κ' εθαρρούσε πως αίμα βγαίνει μονάχ' από πληγή. Κι αφού αποφάσισε να διασκεδάζη μαζί της όπως πάντα, εβγήκε από τη λαγκάδα κι άμα επήγεν εκεί όπου καθότανε η Χλόη πλέκοντας στεφανάκι από μενεξέδες, και ψέμα είπε, πως από τα νύχια του αετού άρπαξε τη χήνα, κι αφού την αγκάλιασε την εφίλησε, καθώς τη Λυκαίνιο στην απόλαψη@ τους.

Μάταια ψάξανε όλο το παλάτι. Πουθενά δεν εβρεθήκανε. — Αλλοίμονο! είπε η βασίλισσα. Με τούτα τα μαργαριτάρια, κι' αν οι οχτροί πατήσουνε τη χώρα μας, πάλε μπορούμε να την ξαγοράσουμε. Κι' αν πάρωμε εμείς τον πόλεμο, με τέτοιο πλούτος τόσες κι' άλλες τόσες χώρες αγοράζομε. Κ' έκλαιγε μοναχή της και φοβότανε να πη το χάσιμό της. Σαν είδε κι' απόειδε ξεμολογήθηκε μια μέρα το χάσιμό της στο βασιλιά,

Οι συλλογισμοί κείνοι φέραν σαπελπισία και φρένιασμα τη μητέρα μου. Κενώ ως τότε φοβότανε και στον εαυτό της να μολογήση τη φρικτή της υποψία, τώρα άρχισε να λέγη στους πειο σχετικούς πως η χτικιάρα είχε δώσει στο παιδί της την αρρώστεια της επίτηδες για να την κάψη.

Λοιπόν, σύμφωνοι; τον ρώτησε ανοίγοντας την πόρτα. — Ε, και θέλει ρώτημα ; είπε ο Αριστόδημος παίρνοντας πάλι το ραβδί του και ξαναρχίζοντας: — Παίδες Ελλήνων!.. παίδες Ελλήνων! ίτε!.. ίτε!.. ίτε!.. Ο Δημητράκης περίμενε με καρδιοχτύπι την κόρη· ήξερε καλά τη φτωχοπερηφάνεια τ' αδερφού του και φοβότανε την άρνησή του. — Ε, τι λέει; δέχεται; την ρώτησε μόλις την είδε.

Αν απέθανε όμως ο Κωσταντίνος, ζούσε και βασίλευε τώρα ο αχαραχτήριστος ο Κωστάντιος. Όσο κι α δίσταζε, όσο κι α φοβότανε στην αρχή, τον κατάφεραν οι Αρειανοί και συστήσανε με την άδεια του Σύνοδο Αρειανική στην Κωσταντινούπολη, και κανονίσανε δικό τους «Πιστεύω», πούλεγε το Σωτήρα «Ομοιοούσιο» κι όχι «Ομοούσιο», δηλαδή, απάνω κάτω, μα όχι όλως διόλου Θεό.

Τα πεύκα την πρασινίζανε και την κάναν επιθυμητή, μα ο Ρένας φοβότανε πάντα το μυστήριό της. Τώρα ήτανε χαμηλή και μακρυνή. Το βράδυ όμως ψήλωνε σα ράχη κάποιου γίγαντα και στερεωνότανε στη μέση τ' ουρανού και της θάλασσας.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν