United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μου φαίνονταν πως κι' η δική μου η ψυχή, ψηλά εκεί μεγάλονε και ψήλωνε με το γαλάζιο σύμβολο μιας υπερήφανης στιγμής, και γίνουνταν αγνή και ώμορφη και νέα και αναγεννημένη πάλι και ξαναβαφτισμένη μέσα εις του παιδιού μου τη χαρά, τη νίκη και το θρίαμβο... Και χθες, Μαρία, κάθε κλαδί αγριεληάς της Άλτεως, κάθε στεφάνι απ' αυτά εδώ, ήταν για μένα σύμβολο του μεγαλείου του δικού σου, αλλά και ταπείνωσις και εντροπή δική μου.

Τόνοιωθαν κ' εκείνα· άρχισαν κ' εκείνα να τ' αποζητούν το καινούριο. Το είχαν βλέπεις στο αίμα τους. Ε τι γίνηκε σα ρίξαμε το θεμέλιο! Λίρα εγώ, λίρα ο μακαρίτης, κολλωνάτα τα παιδιά. Σφάξαμε και τον κόκκορα, έναν κόκκορα τόσον δα! στοιχειό μονάχο. Κι από τότε πού να βρούμε ησυχία. Μέρα νύχτα το σπίτι μπροστά μας· όσο ψήλωνε, ψήλωνε κ' εμάς τόνειρό μας. Και τώρα έμπαινα σα νάμπαινα στον Παράδεισο.

Τ' άρπαζε στον καταρράχτη της πολυλογίας του, τα ψήλωνε στα μεσούρανα, τάλεγε δυσκολόβρετα στην παγκόσμια ιστορία. Εμακάριζε τη μητέρα που είχε την τιμή να γεννήση τέτοια παιδιά και συγχαιρότανε τα παιδιά που είχαν τύχη να γεννηθούν από τέτοια μητέρα. Προσκαλούσε τους προγονικούς ήσκιους να παρασταθούν περίλυποι στην κηδεία της. Τα μάτια του δεν είχαν δάκρυα ούτε το πρόσωπό του συγκίνηση.

Ο φλογόθωρος κρόκος ψήλωνε το κεφαλάκι του μέσ' από τη χλόη για να την κυττάξη. Γι' αυτήν ο λεπτόκορμος νάρκισσος μάζευε τη δροσερή βροχή κ' οι ανεμώνες ξεχνούσαν τους Σικελικούς ανέμους που τις έκαναν κόρτε. Μα μήτε ο κρόκος, μήτε η ανεμώνη, μήτε ο νάρκισσος ήταν τόσο όμορφα όσον ωραία ήταν αυτή. Είναι κάτι τι παράξενο αυτή η μεταβίβασις της συγκινήσεως.

Και τέλος κου! κου!. κου!.. πλάκωνε βαρυπατώντας ο κόκκορας — ο κόκκορας ο κουρσάρος κι ο δαμαστής όλης της γειτονιάς. Κ' ήταν σε όλα του αξιόπρεπος· στη στάση του, στο βάδισμα, στο λάλημα και στη ματιά του. Ακόμα στο φαγί του τέτοιος φαινότανε. Δεν έδειχνε πείνα ούτε αχορταγιά. Ταπ! ταπ! ερράμφιζε τ' αραποσίτι κ' έπειτα ψήλωνε το κεφάλι του και βίγλιζε την τάξη στους υποταχτικούς του.

Τα πεύκα την πρασινίζανε και την κάναν επιθυμητή, μα ο Ρένας φοβότανε πάντα το μυστήριό της. Τώρα ήτανε χαμηλή και μακρυνή. Το βράδυ όμως ψήλωνε σα ράχη κάποιου γίγαντα και στερεωνότανε στη μέση τ' ουρανού και της θάλασσας.

Το κορμί της λιγνό και λυγερό σάλευε με ανθρώπινα κινήματα και τα κλαδιά της άπλωναν στον αέρα σα δυο χέρια που ζητούσαν ν' αγκαλιάσουν τις σιωπηλές σκιές που ανέβαιναν από τα αργοκίνητα νερά. Η κορυφή της, καθώς εφούντωνε απάνω από το γυμνό κορμί της, έγερνε σαν κεφάλι γυναίκας με μεγάλα ξέπλεκα μαλλιά και όλο έσκυβε λυπητερά κατά την γη και όλο ψήλωνε απελπιστικά προς τον ουρανό.