Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Μια λάμψη πέρασε από τα ξεθωριασμένα μάτια της Βεργινίας σαν αντιφεγγιά από κάποια φλόγα που'καιγε άσωστη στα βάθη της ψυχής της. . . Έτσι κοιμήθηκαν εκείνη τη νύχτα η άσπρη Βεργινία και ο μαυρειδερός ο Νίκος σκεπασμένοι με το νυφικό τους πάπλωμα από ατλάζι γαλάζιο, με κίτρινη φόδρα, με τους πολλούς μπακλαβάδες και τις όμορφες στριφτορραφές ολόγυρα, που απ’ τη νύχτα του γάμου τους έμενε κλεισμένο μες το σεντούκι και μόνο-κάθε μεγάλη σχόλη στρωνόταν αποπάνω απ’ το κρεββάτι κι άπλωνε τη γλυκειά του λάμψη σα θάλασσα Κυριακάτικη. . . Αλήθεια σα θάλασσα γαλάζια και εκστατική έμοιαζε καθώς ήτονε φαρδύ και μακρύ και χυνόταν ίσαμε κάτω στα πάτωμα.
Τόρα ο ήλιος ήταν βασιλεμένος και δεν έβλεπες στη δύσι παρά σύγνεφα αιματοβαμμένα και κατακόκκινον αιθέρα ν' ανεβαίνη σαν αναλαμπή μεγάλης πυρκαϊάς και να χωνεύη ανάλαφρα στο γαλάζιο χρώμα τ' ουρανού.
Την αλάλιασε την άμοιρη τη Βεργινία που της απαντούσε με κάτι ξεψυχισμένα λόγια, με κανένα κούνημα του χεριού, στην αρχή κ' έπειτα καθόλου πια, παρά κοιτόταν με το πρόσωπο χαρτί βαθιά μέσα στο προσκέφαλο, κι άφηνε και της εσούβλιζε την ψυχή και της περίχυνε το κορμί της με ζεστά λάδια και με νερά παγωμένα το άρρωστο της το κορμί πλάκα κάτω απ'το γαλάζιο πάπλωμα-ως που λιγοθύμησε Τηνέ συνέφερε σε λιγάκι πάλι η καλή της η φιλενάδα με σπίρτο του καμινέτου που της έτριψε τα μηλίγγια και τα χέρια.
Μα μόλις ανέβαινε απάνω στην κάμαρη, σώπαινε-— Όπως σωπαίνει το καναρίνι όταν του ρίχνουν αποπάνω ένα σεντόνι Κι ο Νίκος άφηνε τη δουλειά του, έκοβε το σφύριγμα κι αφηγκραζόταν της Λιόλιας το τραγούδι και θυμόταν τις παλιές του τις καντάδες και τουρχότανε να τραγουδήση μαζί της. . . Κ’ η Βεργινία θυμόταν τα τραγούδια του Νίκου — κ’ έχωνε το κεφάλι της κάτω απ’ το γαλάζιο πάπλωμα, σα να ναυαγούσε μέσα σ' ένα κύμα απελπισίας Ήτονε Φλεβάρης τώρα κι αποκριές ! Την Κυριακή της Τυρινής άργησε να γυρίση ο Νίκος το μεσημέρι.
Τι βάμμα όμως να προτιμήση; Γαλάζιο, μαύρο, κόκκινο, βυσσινί; ή να βάλη καλήτερα ξανθό, καστανό, πράσινο, σταχτί; Μα τάχα και το κίτρινο δεν είν' ώμορφο; 'Αμ' εκείνο το σοκολατί πάλε τι σου λέει! — Γειά σου, κυρά νύφη· είπε στην κοπέλλα αναμπαιχτηκά· δε μου δίνεις και συ μια γνώμη; Σηκώθηκε ορθή. — Τι γνώμη;
Και σιγά σιγά τη θέση της έκπληξης την πήρε ένα κύμα χαράς, μια επιθυμία να γελάσει: και γέλασε, και όλος ο ουρανός τριγύρω γέμισε χρώματα, γαλάζιο και τριανταφυλλί, και οι παπαδίτσες τραγουδούσαν ανάμεσα στους θάμνους. «Να», σκεφτόταν. «Ο Θεός με ξαλάφρωσε από τον ένα σύντροφό μου. Τι βάρος μου πήρε!»
Από το αίμα στα χέρια της πολυθρόνας μπορούσε κανείς να συμπεράνη πως επυροβόλησε καθήμενος μπρος στο γραφείο του· πως έπειτα έπεσε με σπασμούς και κυλίστηκε γύρω στην καρέκλα. Ήτανε στο παράθυρο, παραλυμένος, ανάσκελα, με όλα του τα φορέματα, με τα παπούτσια, με γαλάζιο επανωφόρι και κίτρινο γελέκο. Όλο το σπίτι, η γειτονιά, η πόλις αναστατώθηκε. Ο Αλβέρτος εμπήκε.
Γαλάζιο πουλάκι έσεισε μπροστά μου την ουρά του — κάποιος θα το στέλνη προσφορά στους παληούς μου πόνους. Είδα τ' άσπρο αρνάκι που γεννήθηκε μόλις προχτές — κάποιος θα θυμήθηκε πως έκαμα μια καλή πράξι έναν καιρό. Απάντησα στον κάμπο το δέντρο με τον κορμό του σαν αργή μουσική στροφή — κάποιος θα το φύτεψεν εκεί παρηγοριά του πνεύματός μου.
Πάνω στο μπαλκόνι οι ιερείς γελούσαν και ο δίσκος της Νατόλια πηγαινοερχόταν λάμποντας ανάμεσα στο γαλάζιο και το μαύρο. Ο Έφις βρήκε έρημη την καλύβα.
Εφτά βούρλα λοιπόν, πλεγμένα σ' ένα κλαδί λυγαριάς και μαζί εφτά προσευχές στον Κύριο και στην Παναγία του Ριμέντιο, μεγάλη η χάρη της. Να εκεί κάτω στο γαλάζιο ορίζοντα του δειλινού το εκκλησάκι της και ο περίβολος από καλύβες ήρεμος σαν προϊστορικό χωριό, εγκαταλειμμένο εκεί από αιώνες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν