United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγνώριζε τα στοιχειά, τους αράπηδες με την τσιμπούκα, της λάμιες και τους καλικαντζάρους, όπου έρχονται τώρα τα Χριστούγεννα. Το στοιχειό του σπιτιού ποτέ δεν κάμνει κακόν. Επιφαίνεται πότε ως ήμερον αρνάκι, πότε ως κλώσσα με τα πουλιά. Η νεράιδες αγαπούν να βγαίνουν την ημέραν εις τον ήλιον, όταν είνε ζέστη, καταμεσήμερα, και να χορεύουν.

ΡΩΜΑΙΟΣ Πηγαίνω· όχι να ιδώ το θέαμα που λέγεις, πλην μόνον διά να χαρώ την λάμψιν που μ' ευφραίνει. Θάλαμος εν τη οικία του Καπουλέτου. Τι έγεινεν η κόρη μου; Την κράζεις, παραμάνα; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Δεν είν' εδώ; Τι έγινε! — Αρνάκι μου, πουλί μου! Κύρι' ελέησον, καλέ!... πού είσαι; Ιουλιέτα! ΙΟΥΛΙΕΤΑ, εισερχομένη. Τί είναι; ποιος με κράζει; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Η μητέρα σου. Εδώ είμαι, μητέρα μου· τι ορίζεις;

Ο άντρας είνε το πιο ήμερο αρνάκι που βόσκησε απάνω στη γης, και το πιο άγριο θεριό που τη ρημάζει. Μα το κακό δεν είναι δίχως και τη γιατρειά του. Έχει μια ψιλή ψιλή τριχίτσα στο κεφάλι του κάθε άντρας, και καταπώς την τραβήξη η γυναίκα αυτή την τριχίτσα, πηγαίνει ο καλός της. Την τραβάει κατά την αγάπη; Γυρίζει τότες ήμερα και σε γλείφει ταρνάκι.

Όταν ακούστηκε πως ο Γιάννης ο Αγάλλος, το αρνάκι του Θεού, που δεν είχε σκοτώσει ούτε μυρμήγκι στη ζωή του, έκανε φονικόκαι τι φονικό! — όλος ο κόσμος έκανε το σταυρό του με τα δυο του χέρια. «Τι τα θέλεις; μου είπε, στο δρόμο που με συνέτυχε ο Παπα-Σωφρόνης, ανοίγοντας τα μικρά του ματάκια, και σουφρώνοντας το μεγάλο του στόμα. Μεγάλο λόγο δεν πρέπει να πη άνθρωπος.

Ίσως έχει πρόσωπον ευμορφότερον παρά κάθε άλλον νέον, αλλά το ποδάρι του.... ποιος έχει καλλί- τερον; Όσον διά το χέρι του και το ανάστημά του..... και τι να ειπή κανείς; και με τίνος να το συγκρίνη; Δεν είναι το άνθος της ευγενείας ο Ρωμαίος,... αλλά είναι ήμερος 'σαν αρνάκι. — Πήγαιν' απ' εδώ παληοκόριτσο· και ο Θεός μαζή σου! — Τι εγευματίσατε εδώ πέρα; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Α! όχι, όχι!

Κι ο μανιωμένος υπενωμοτάρχης, το θεριό τ' ανήμερο, το σκιάχτρο κι ο τρόμος όλου του κόσμου εκεί όλων των νταλματζήδων και των λαθρεμπόρων του μαχαλά, στα λόγια εκείνα απόμεινε, ημέρεψε, έγινε αρνάκι, έβαλε μέσα τη σπάθα του και τράβηξε βουβός, με χαμηλωμένα μάτια σαν κορίτσι, προς την πόλη.

Ευτυχής τώρα εξακολουθεί τον δρόμον της. — Τι καλά, συλλογίζεται, όταν έλθη η μητέρα των, δεν θα εύρη τα παιδάκια της σκορπισμένα, θα τα εύρη σε ζεστή μέσα φωληά. Το δειλινό επείνασε πάλιν και έβγαλεν από την τσέπην της το ολίγο ψωμί που της έμεινεν, αλλ' ενώ έτρωγε, παρατηρεί σε μία μεγάλην πέτραν δεμένο μ' ένα χονδρό σχοινί ένα αρνάκι. Ω! το δυστυχισμένο ζώον! είπε.

Αν όμως δεν θέλη, δεν την εβίαζε και κανείς· ηδύνατο να πάρη το αρνάκι της και να πάη από εκεί που ήλθε. Ο χωρικός ωμίλει αυστηρώς, αλλά δεν είχε και άδικον. Η Μάρω ωμολόγησε τούτο καθ' εαυτήν, αλλά ν' αφήση τον Γιάννο μοναχόν! Και μόνη η υπόθεσις την εβασάνιζε. Καλλίτερα επροτίμα να φύγη, να διανυκτερεύση μαζί του έξω, εις την ερημιά, παρά να τον αφήση μόνον

Να κοιμηθώ. — Καλά· δέσε τ' αρνάκι σουτο παλούκι κ' έμπα μέσα. Αλλ' η Μάρω ήθελε να πάρη μαζί της και τον Γιάννο· δεν ήθελε να τον αφήση έξω και μάλιστα καταμόναχον. Ο γέρων χωρικός όμως δεν επέτρεπε τοιούτον τι· αρνί μέσα εις τον πύργον, πού ηκούσθη ποτέ! έπειτα κλέφτες με κλέφτες δεν επάτησαν ποτέ εκεί.

Πρέπει να ξεθαρρέψη, γιατί 'νε μια ολιά φοβιτσάρης ακόμη κείνε 'ντροπή τέτοιος νιος να φοβάται. Μα δεν κάνει δα και μεγάλα πράμματα ο φουκαράς. Ο Στρατής πάλι θα τούκαμε κιαμμιά αναποδιά και τον αγρίγεψε. Μα σαν του πω εγώ ένα λόγο, ένα μόνο λόγο, σαν έρθη ο καιρός, θα γενή αρνάκι.