United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πριν αρχήση ο πόλεμος, θυμήσου, ο Ησαΐας Να βγη ψηλάτο ξέφαντο κ' εκείθε να κηρύξη Το φοβερόν τον όρκο μας, για να γνωρίση ο κόσμος Ότι το ράσο του παπά κ' η μίτρα του Δεσπότη θα γένουν Χάρου φλάμπουρο και σκιάχτρο και σκοτάδι Και κατασάρκι μελανό στην Άγια Τράπεζά μας, Όσο σ' αυτά τα χώματα δαφνοστεφανωμένη Η Βουλωμένη εκκλησιά το μέτωπο δε δείξη.

Έτσι γύριζε μέσα στην Πολιτεία, σκιάχτρο και σύχαμα, κάτω απ' την απονιά τουρανού και μες στην καταφρόνια των ανθρώπων η γρηάΔροσούλα. Μέσα στο καλύβι της ούτε καντήλι είχε να της φέξητουλούμια είχε κάψει το λάδι στους αγίουςούτε φωτιά να πυρωθή, ούτε ψυχή να την κυττάξη.

Μονάχα ένα κομμάτι απέμεινε ψηλάτης κόφαις κ' ενόμιζε λες κ' ήτανε σκιάχτρο για της κουρούναιςτα μποστάνια. Ο καπετάν-Φώκας τότες τάχασεν. Εγονάτισε και δεν μπορούσε ούτε το σταυρό του να κάμη. Γυναίκα, γυναικούλα μου! έκλαιε. Τα κύματα την επήραν πλεια από κάτω την σκούνα. Η κουβέρτα σαρώθηκε.

Είχεν ολόγυρά του πότε δεκαπέντε και πότε είκοσι χιλιάδες παλληκαράκια αρβανιτόπουλα, κ' ενίκαε πάντα κ' ςσκόρπαε κάθε βολά στρατέμματ' ακέρια από εκατό και διακόσες χιλιάδες οχτρούς. Είχε καταντήσει το σκιάχτρο κ' η φοβέρα των Σουλτάνων. Είχε βρη απόγωνο κι ίσκιο αποκάτου από την πάλλα του η χριστιανοσύνη.

Και όταν, κατά την απόλυσιν της λειτουργίας, το Μαρούλι διήρχετο μεταξύ αυτών εις την αυλήν του ναού, την υπεδέχθησαν μικραί εκρήξεις γέλωτος. Φουστάνι ήτον αυτό ή κοφινίδα; Να το βάλη κανείς στον κήπο του, δεν ήθελε καλλίτερο σκιάχτρο για τα πουλιά. Την εύθυμον δ' εντύπωσιν ενέτεινεν η παρατήρησις του Αστρονόμου, ότι ήθελε μια σπορά τόπο για να περάση.

Ο πύργος, απάνω στον ψηλό λόφο, ήτανε σα σκιάχτρο. Κανένας δε ζύγωνε κοντά του. Και κανένας δεν είχε ιδεί ποτέ τον γέροφιλόσοφο που καθότανε ολομόναχος ανάμεσα στα παλιά βιβλία, στις ξεραμένες σαύρες και τις νεκροκεφαλές. Λέγανε μόνο πως ο γέροφιλόσοφος δεν είχε ιδεί ποτέ του τον κόσμο, δεν αγαπούσε τους ανθρώπους και δεν είχε γνωρίσει την αγάπη.

Αλλά να τη χαίρεσαι αυτήν που παίρνεις• είνε ένα σκιάχτρο. Την είδα εις τα τελευταία θεσμοφόρια με τη μητέρα της• και πού να ξέρω τότε η κακομοίρα ότι εξ αιτίας της θα έχανα τον Πάμφιλον; Δεν θέλω να σ' την κατηγορήσω και να σε λυπήσω, αλλά φαίνεται ότι δεν την επρόσεξες, αλλοιώτικα θα έβλεπες ότι τα μάτια της είνε πάρα πολύ γαλανά και αλλοίθωρα.

Θελα 'ειπής, μου λες, ακόμα; Αμ σε πιάνωΚι' όλο τρίμματα σε κάνω, Α σ χ η μ ά δ α Φεύγα να μη σε ιδώ· φεύγα απομπρός μου. Ω μούτρο φοβερό, σκιάχτρο του κόσμου, Πια μάνα ήταν αυτή, και πιος πατέρας, Που σ' έκαμαν να βγης σε φως ημέρας. Τόσο πολύ κακό τόσο ψηγάδι, Να βρίσκεται ποτέ σ' όλον τον άδη! Να ίδε, ή θα ιδή τέρας κανένα Ο ήλιος πουθενά, ωσάν κι' εσένα!

Κι ο μανιωμένος υπενωμοτάρχης, το θεριό τ' ανήμερο, το σκιάχτρο κι ο τρόμος όλου του κόσμου εκεί όλων των νταλματζήδων και των λαθρεμπόρων του μαχαλά, στα λόγια εκείνα απόμεινε, ημέρεψε, έγινε αρνάκι, έβαλε μέσα τη σπάθα του και τράβηξε βουβός, με χαμηλωμένα μάτια σαν κορίτσι, προς την πόλη.

»Και σκιάχτρο και σκοτάδι.» σ. 77. Σκιάχτρα . Κυρίως τα φόβητρα διά ων εκφοβίζουσιν οι γεωργοί τα πτηνά όταν επιπίπτωσι φθοροποιά και πειναλέα. »Και κατασάρκι μελανό.» σ. 77. Κατασάρκι . Το κατά την εγκαινίασιν της αγίας Τραπέζης πρώτον επιτιθέμενον αυτή ύφασμα. »Και να με πνίξη το ψωμί.» σ. 77.