United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι αποκάτου έφερνε την επιγραφή της φράγκικα χαραγμένη και πλουμερή, οπώδειχνε τ' όνομα του παλληκαρά καβαλάρη και τον τόπο οπού ιστορήθη, την ξακουσμένη Φλωρέντια. Οι γέροι κ' οι αρβανίτες, που την τηρούσαν καταπλακωμένοι, δεν εγνώριζαν να ξεδιαλέξουν τα φράγκικα και πλουμερά γράμματα της επιγραφής, κ' έπασχαν από τη μορφή κι από τ' άρματα του καβαλάρη να τον πεικάσουν.

Κι αγρύπναγα ξαπλωμένος αποκάτου από το σκέπασμά μου, κυττάζοντας στον ξάστερο ουρανό το φεγγάρι, οπ' αρμένιζε αγάλια αγάλια εκεί απάνου και περίχυνε με το λαμπρό του φως όλη την πλάση κάτου. Οι ίσκιοι των δέντρων της αυλής έπεφταν σα φαντάσματα γύρω μου κι απάνου στες σκεπές των κελλιών. Αεράκι δε φύσαγε ολότελα. Φύλλο δεν εκουνώνταν. Νεκρίλα διάπλατη, σιωπή βαθύτατη βασίλευε.

Απλωσιά χορτάρι καταμεσή στα κρεμαστά εκείνα τα βράχια, και μονοπάτι αποκάτου ως είκοσι πόδια βάθος.

Ακόμα εκαφχιώταν πως ημπόραε, με στοίχημα βαρύ, να πάρη μια μέρα, το καταμεσήμερο, νανεβή στο ξάγναντο απάνου στης Δραμαλούς τη βάρδια. Μια και δυο, να πηδήση την ποριά, να μπη στο περιβόλι. Εκεί θα εκαθόταν το στοιχειό, γερμένο από το κυνήγι του, στον παχύν ίσκιο καμιάς συκιάς αποκάτου να δροσιστή.

Αφτό εκαθόταν στον παχύν τους ίσκιο αποκάτου το καταμεσήμερο. Αφτό έτρωγε τα καρπερά και κατάγλυκά τους σύκα κ' εδροσιζότανε. Για τούτο άφξαιναν κιόλα τα σύκα. Ήταν στοιχειωμένα κι αφτά, κ' εμεγάλωναν ως ένα αθρωπινό κεφάλι. Η βάρδια της Δραμαλούς, — και τα μαξούμια πια, και τα βυζασταρούδια τόξεραν· ήταν στοιχειωμένη.

Κι' αποκάτου έφερνε την επιγραφή της φράγκικα χαραγμένη και πλουμερή, οπώδειχνε τ' όνομα του παλληκαρά καβαλάρη και τον τόπο οπού ιστορήθη, την ξακουσμένη Φλωρέντια. Οι γέροι κ' οι αρβανίτες, που την τηρούσαν καταπλακωμένοι, δεν εγνώριζαν να ξεδιαλέξουν τα φράγκικα και πλουμερά γράμματα της επιγραφής, κ' έπασχαν από τη μορφή κι από τ' άρματα του καβαλάρη να τον πεικάσουν.

Και καθώς γοργόσκιζαν το νου του οι αστραπεροί αυτοί λογισμοί, ακούγονται περπατηξιές αποκάτου, και νά ο Πανάγος. Δε γύρισε ο Μιχάλης να ξαναδή το Δημήτρη, πίσωθέ του, κρυμμένο τώρα μπροστά σε λιθάρι. Την έννοιωθε όμως τη τρομερή του ματιά, τις άκουγε τις κρυφομίλητές του φοβέρες. Και σκύβοντας από πίσω απ' άλλο λιθάρι, παίρνει σημάδι κι αφίνει την τουφεκιά.

ΜΙΡ. Ωιμέ, τι φροντίδα θα ήμουνα τότε για σε! ΠΡΟΣΠ. Ω! ήσουν ένα Χερουβείμ, εσύ μ' εφύλαξες! Χαμογελούσες εσύ, γιομάτη θάρρος από τον ουρανόενώ εγώ έχυνα στο πέλαο δάκρυα πικρά, και αποκάτου εις το βάρος μου εβογγούσα, εκείνο ανάστησε μέσα μου την ανδραγαθία, έτοιμη να υπομείνη ό,τι μπορούσε ν' ακολουθήση. ΜΙΡ. Πώς αράξαμε; ΠΡΟΣΠ. Με του θεού το χέρι.

Με σκέλη, σαν άνθρωπος, και η πλέγες του, σαν χέρια! ζεστό, μα την αλήθεια! αλλάζω γνώμη τώρα· τούτο δεν είναι ψάρι, είν' ένας κάτοικος του νησιού, που προ ολίγου κάτι θα έπαθε από το αστροπελέκι. Ωιμένα! Νάσου πάλι η κακοκαιρία! καλύτερα να χωθώ αποκάτου από τη γούνα μου. Άλλο καταφύγιο δεν είναι εδώ τριγύρου.

Θεόρατη λακκωματιά, ως έξη μίλια μάκρος, καστανιές γεμάτη στα βάθια της, κι αψηλόκορμες ελιές στα βουνόπλαγα, πηχτές και φουντωμένες κι από τις δυο τις μεριές. — Κι αποκάτου οι Σφακιανές οι μαζώχτρες που έρχουνται, λέει, από τον Άη Γιάννη να βγάλουν το μεροκάματο. Και δεν τις ρώτηξες α βγάζη κι ο τόπος τους ράδι; — Εγώ δεν τις είδα.