Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Άξαφνα-άξαφνα μεμιάς κόβει τη συλλογή του, Και: — Στάσου, κράτα τα κουπιά! — κράζει του καϊκτσή του. — 'Στό δώθε του Μεσολογγιού, του λέει, τ' ακραγιάλι Έν' άσπρο-άσπρο και μικρό απ' τη στερηά προβάλλει. — — σώπα, θα νάνε φάντασμα, — αυτός τ' απολογέται. — Όχι. Πώς κυματίζεται δε βλέπεις, πώς κουνιέται; Κ' είνε γερμένο προς εμάς. Σημαία ή μαντύλι.

Έπαψε, με το πρόσωπο γερμένο πάνω στο ακορντεόν και το βλέμμα σοβαρό από την ανάμνηση. «Πες τα μου όλα. Μπορείς να τα πεις σ’ εμένα, Τσουαναντό. Είμαι κι εγώ της οικογένειας σχεδόν.» «Ναι, θα σας τα πω. Λοιπόν, η Γκριζέντα ήταν άρρωστη, έλιωνε σαν το κερί. Τη νύχτα είχε πυρετό. Σηκωνόταν σαν τρελή και έλεγε: θέλω να πάω στο Νούορο. Όταν όμως ήταν ν’ ανοίξει την πόρτα, δεν μπορούσε.

Ο Μιλέζος με το κεφάλι γερμένο δεξιά ανακάτεψε σκεφτικός τα χαρτιά κοιτάζοντας πότε τον ένα πότε τον άλλο από τους συντρόφους του. «Στα πόσα η μίζα;» «Πενήντα λιρέτες», απάντησε ο Τζατσίντο. Έβγαλε το χαρτονόμισμα της τοκογλύφου. Έχασε. Πάνω στο μαύρο λυχνάρι η μικρή γαλαζωπή φλόγα, ακίνητη έμοιαζε με το φεγγάρι πάνω από τα ερείπια του πύργου. Κεφάλαιο ένατο

Είναι η πατριωτική καταπιεστική τραγωδία τον 1878, πόσο διαφορετική από τη θριαμβευτική εποποιία που ύστερ' από σαράντα χρόνια συνταράζοντας την ελληνική ψυχή, θα φέρη μπρος στα μάτια μας την ίδια Θράκη, την πρωτόγονη πατρίδα και της θρησκείας και του τραγουδιού, καθώς ανθίσανε στα βάθη της ελληνικής ψυχής για ναναδώσουν ύστερα, πόσο πλούσιους καρπούς, τα δυο τούτα χιλιάκριβα δώρα, θα τη φέρη με το στεφάνι του απολυτρωμού, με τα χέρια της απλωμένα προς την αγκαλιά της «Μεγαλόψυχης Μητέρας» και με το μέτωπο γερμένο προς το φίλημά της.

Καθισμένος στα σκαλοπάτια κάτω από τον ήλιο, με τον σκούφο του γερμένο για να του κάνει λίγο ίσκιο στο πρόσωπο, πελεκούσε με το σουγιά του ένα μικρό κομμάτι ξύλο που η ντόνα Ρουθ ήθελε να βάλει κάτω από την εξώπορτα, αλλά η ανταύγεια της λάμας στον ήλιο τον ενοχλούσε στα μάτια και η βιόλα, που είχε κιόλας μαραθεί, έτρεμε πάνω στο γόνατό του.

Ακόμα εκαφχιώταν πως ημπόραε, με στοίχημα βαρύ, να πάρη μια μέρα, το καταμεσήμερο, νανεβή στο ξάγναντο απάνου στης Δραμαλούς τη βάρδια. Μια και δυο, να πηδήση την ποριά, να μπη στο περιβόλι. Εκεί θα εκαθόταν το στοιχειό, γερμένο από το κυνήγι του, στον παχύν ίσκιο καμιάς συκιάς αποκάτου να δροσιστή.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν