Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Αχ, ήξερα πως με αγαπούσες, το ήξερα από αυτό το πρώτ' αντίκρυσμα του γλυκού σου βλέμματος, από την πρώτη πίεση του χεριού σου· αλλ' όμως όταν πάλι ήμουν μακριά σου, όταν έβλεπα τον Αλβέρτο στο πλευρό σου, έπεφτα πάλι στη θλίψη και στον πυρετό της αμφιβολίας.
Μετά την εξομολόγηση του Τζατσίντο ανησυχούσε όταν έβλεπε τον ντον Πρέντου∙ του φαινόταν πιο ειρωνικός από το συνηθισμένο. Ένα απόβραδο τον περίμενε πλάι στην αιμασιά, και του είπε: «Ντον Πρέντου, πείτε μου, είδατε το μικρό μου αφεντικό; Ένα βράδυ ήρθε εδώ και είχε πυρετό και τώρα ανησυχώ για κείνον».
Η γυναίκα τον λοξοκοίταζε, ενώ περνούσε τα καινούργια κορδόνια στα παπούτσια της, χωρίς να πετάξει τα παλιά, που μπορούσαν ακόμη να χρησιμέψουν στο δέσιμο κάποιου πράγματος. Γιατί όμως εκείνος μιλούσε έτσι, με τόνο παρακαλεστικό σαν ζητιάνος; Την κορόιδευε ή είχε πυρετό; «Έφις, ψυχή μου, γύρισες τον κόσμο και έλιωσαν τα παπούτσια σου και το μυαλό σου!» Παρόλα αυτά του δάνεισε τα χρήματα.
Πήγαινε, τρυγόνα μου, πήγαινε!» «Πού να τον εύρω εγώ τον Έφις; Είναι στο χωριό;» «Ανεβαίνει από κτηματάκι, τον βλέπω που ανεβαίνει», είπε η γριά, βάζοντας το δάχτυλο στα χείλη, επειδή έμπαινε η Γκριζέντα με τον καφέ. «Βλέπεις Νατόλια; Θέλησε να σηκωθεί σήμερα το πρωί, παρόλο που έχει υψηλό πυρετό. Γιαγιά, γιαγιά, γύρνα γρήγορα κάτω από τις κουβέρτες!» «Θα γυρίσω, θα γυρίσω.
Η πεθερά του Μιλέζου, καθισμένη στην ψηλή της καρέκλα σαν πρωτόγονη βασίλισσα, δεν έγνεθε από το φόβο της Τζομπιάνα, φλυαρώντας με την κόρη της που είχε πυρετό και με τις χλωμές υπηρέτριες που κάθονταν καταγής ακουμπώντας στον τοίχο. «Ο γαμπρός μου βγήκε πριν λίγο.
Και ο λυγμός του ήταν τόσο δυνατός που η νεωκόρισσα τον πλησίασε με τη σκούπα. «Έφις, τι έχεις; Είσαι άρρωστος;» Γούρλωσε τα τρομαγμένα του μάτια και νόμισε ότι βλέπει ακόμη την Καλίνα με το λοστό να του φωνάζει: «Φονιά!». «Έχω πυρετό….. Μου φαίνεται θα πεθάνω.
Στον πυρετό τέτοιων σκέψεων επήρα μια μεγάλη απόφαση. Να σώσω εγώ την άρρωστη. Με την πίστη πούχα τότε τίποτε δε μου φαινόταν αδύνατο. Από τα ιερά βιβλία γνώριζα και πίστευα ότι όχι μόνον οι άρρωστοι όλων των λογιών μπορούσαν να θεραπευθούν, αλλά κοι νεκροί να γυρίσουν στη ζωή. Και γιαυτά τα θαύματα ήτον αρκετή μόνον η πίστη.
Τα υπόλοιπα μπερδεύονταν στη μνήμη της: ώρες και μέρες αγωνίας και μυστηριώδους τρόμου όπως όταν έχει κανείς υψηλό πυρετό…. Ξανάβλεπε μόνο το χλωμό και συσταλμένο πρόσωπο του Έφις που έσκυβε για να κοιτάξει καταγής σαν να έψαχνε κάτι χαμένο. « Κυράδες μου, σιωπή, σιωπή!», μουρμούριζε, αλλά ο ίδιος έτρεχε εδώ κι εκεί στο χωριό και ρωτούσε σε όλους εάν είχαν δει τη Λία και έσκυβε να κοιτάξει μέσα στα πηγάδια και κατασκόπευε στις ερημιές.
Το θυμώσατε Μικέλι;», το ανθρωπάκι ένευσε πως ναι, αλλά κούνησε το κεφάλι με αποδοκιμασία. «Και αυτός με έσωσε, μ’ έβαλε στο κρεβάτι σαν να ήμουν μωρό. Με έδενε όταν έβγαινε. Είχα υψηλό πυρετό, αλλά έπειτα πέρασαν όλα και τώρα είμαι χαρούμενος και ευχαριστημένος. Έτσι δεν είναι Μικέλι; Δεν είμαι χαρούμενος και ευχαριστημένος; Έλα Έφις, μίλησε.
Όλη η προσωπικότητά της γύρισε πίσω και μπορούσα να κάθουμαι ώρες και να χαίρουμαι την όψη της, που έγινε απαράλλαχτη όπως είταν πριν. — Τα θυμάσαι ακόμα που σου είπα πως πρέπει να χωριστούμε; είπε μια μέρα. Έπρεπε να συλλογιστώ για να θυμηθώ πως τα είπε κάποτε. Κι όταν τέλος τα θυμήθηκα, της είπα πως είχα λησμονήσει τα λόγια της, όπως λησμονεί κανείς τα λόγια ενός που έχει πυρετό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν