United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΙΣΜΗΝΗ Και την επήρε κι αυτουνού. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ω αθλία μανία. ΙΣΜΗΝΗ Και τρισάθλια πάθη. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Πολυστέναχτες λύπες. ΙΣΜΗΝΗ Πολυθρήνητες θλίψες. ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΙ ΙΣΜΗΝΗ Ιώ, Μοίρα, μεγαλόδωρη πόνων πικρών και τρανή του Οιδίποδα μαύρη Ερινύα μεγάλη σου η δύναμη. Αι, αι -Αι, αι. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Δοκίμασες κ’ έχεις να πης. ΙΣΜΗΝΗ Πίσω δεν έμεινες και συ. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Αφού στην πόλη γύρισες.

Εκείνος έσφιγγε επάνω του το δισάκι και έσκυβε το κεφάλι ντροπαλός, εκείνη έβγαλε τα γυαλιά, τα έκλεισε ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου και φάνηκε να θέλει ν’ ακουμπήσει στο πλάι του υπηρέτη. Τελικά έστρεψαν και οι δυο το βλέμμα και κοιτάζονταν κι εκείνη έκανε με το κεφάλι ένα νεύμα επίπληξης. «Μπράβο! Γύρισες εδώ κι εκεί και τελικά επέστρεψες!

Είδες πώς φαίνεται λυπημένο; — Μα γιατί το γύρισε πίσω; τον ξαναρώτησα. — Κ' εσύ γιατί γύρισες; μ' ερώτησε πάλι. — Κ' εγώ δεν ξέρω. Μήπως το ξέρεις εσύ; Ο παραλυτικός αναστέναξε. — Δεν ξέρω τίποτε. Ξέρω πως τα πόδια μου είναι λυμένα.... Εγώ ακολούθησα πάλι τον κόσμο στη μεγάλη στράτα. Ένα παράπονο, χωρίς να το καταλάβω, πλημμύρισε τα στήθη μου.

Στον ύπνο του όμως ξανάβλεπε τον τυφλό, σκυφτό, με τα χείλη ωχρά, μισάνοιχτα επάνω σε δόντια αγριμιού, και του φαινόταν ότι τον περιγελούσε και τον συμπονούσε. «Νομίζεις ότι γύρισες και αναπαύεσαι. Θα δεις, Έφις∙ τώρα αρχίζει πραγματικά η οδοιπορία σου

Το δικό του το κρυφογέλασμα με πείραξε περισσότερο, κ' εγώ δεν ξέρω γιατί, κ' έκαμα να προσπεράσω μπροστά του, φεύγοντας τη ματιά του. Αυτός όμως με είδε και μουρμούρισε: — Γύρισες πίσω και του λόγου σου; Κοντοστάθηκα ντροπιασμένος και του είπα, κάνοντας το θυμωμένο: — Δεν ξέρω τι λες.

Δεν είναι αλήθεια, θεία Έστερ, ότι ο Έφις προσποιείται τον άρρωστο για να μην έρθει στο γάμο μου και στο γάμο της θείας Νοέμι και μας φέρει δώρα; Κι όμως, λένε πως έφερες χρήματα, όταν γύρισες από το ταξίδι σου…» Ο Έφις άκουγε τα λόγια και τα καταλάβαινε μάλιστα, αλλά ήταν χωρίς ήχο, σαν να ήταν λόγια γραμμένα. «Έλα, πες μου τουλάχιστον τι έχεις. Ούτε που πήγες δεν μου λες.

Τη ζωή θάχανε τότε ο γέρος, 90 μόνε τον είδε στη στιγμή ο θαρρετός Διομήδης και χούγιαξε αγριοκράζοντας βοήθια του Δυσσέα «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, πού φέβγεις έτσι σαν κιοτής και γύρισες τις πλάτες; Μωρέ ενώ τρέχεις, θα σου μπει κάνα κοντάρι πίσω ... 95 Στάσου! το μάβρο αυτό σκυλί να διώξουμε απ' το γέρο