United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Περνώντας από τον δρόμο, ο Καλίφης άκουσε την μουσική των οργάνων και τα γέλια, και διέταξε τον Βεζίρη να πάει να κτυπήσει την πόρτα του σπιτιού, μια και ήθελε να μπει.

Κάποια στιγμή όμως κατέβαινε κι εκείνη για να μπει στο χορό μαζί με τις άλλες γυναίκες, κι εκείνη έπαιρνε μέρος στη γιορτή και ήταν η πιο τρελή απ’ όλες, σαν την Γκριζέντα και σαν τη Νατόλια, και αισθανόταν στην καρδιά της τη φλόγα, τη γλύκα, το πάθος όλων εκείνων των γυναικών μαζί. Ο Τζατσίντο της έσφιγγε το χέρι και το πανηγύρι τριγύρω, μες στην αυλή, στον κόσμο ολόκληρο, ήταν γι’ αυτούς….

Όσο θωράει ολόμπροστα το βασιλιά Αγαμέμνο π' όλο με τ' όπλο του χοιμάει και λόχους π' αλωνίζει, τόσο ας ποδίζει, κράζοντας στα παλικάρια, πίσω να περιορίζουν τους οχτρούς όσο μπορούνε πάντα· 190 μα από κοντάρι αν χτυπηθεί ή φάει καμιά σαΐτα και μπει στ' αμάξι, τότες πια θαν του χαρίσω νίκη να σφάζει, κι' ως στα γλήγορα να κυνηγάει καράβια, όσο να σκοτεινιάσει η γης και βασιλέψει ο ήλιος

Αλλά πρέπει άλλο να προσέχουμε, δηλαδή το π ο ύ δίνουμε τα χρήματά μας. Δυστυχώς οι πλούσιοί μας τα χρήματά τους τ' αφίνουν οι περισσότεροι σε νοσοκομεία, και λένε πως τ' αφίνουνε στο έθνος, σα νάταν το έθνος άρρωστο. Όπως πάμε, θα καταντήσουν τα νοσοκομεία του έθνους να έχουν τόσα κρεβάτια, όσα κρεβάτια χρειάζονται, για να μπει σε κρεβάτια όλο το έθνος, δηλαδή δέκα εκατομμύρια άνθρωποι.

Πρέπει να στείλετε εξάπαντος κάποιον να φωνάξει τον Έφις. Ήρθε ο Τζατσίντο. Μετά να έρθετε να κοιμηθείτε μαζί μου. Φοβάμαι να μείνω μόνη…. με έναν ξένο…» «Θα πάω να φωνάξω κάποιον για να τον στείλω στο κτήμα. Εγώ όμως στο σπίτι σας δεν έρχομαι, όχι. Το σπίτι δεν το αφήνω στα χέρια του στοιχειού…Και για να μην μπει το στοιχειό όσο θα έλειπε, άφησε αναμμένο το δαυλί στο κατώφλι της πόρτας.

Τον κοίταξε καλά πριν τον αφήσει να μπει, όπως κοιτάζει κανείς έναν ξένο, έπειτα είπε μόνο: «α, εσύ είσαι;». Ήταν αρκετή όμως αυτή η έκφραση δύσπιστης και κάπως ειρωνικής έκπληξης για να τον ταπεινώσει και να τον ταράξει περισσότερο. «Γύρισα, λοιπόν, ντόνα Νοέμι μου», είπε μπαίνοντας και ακολουθώντας την μέσα στην αυλή. «Ο περιπλανώμενος γύρισε.

Η Γκριζέντα ακουμπούσε στον τοίχο και έκλαιγε, λες και ήταν έξω από μια φυλακή που περιέκλειε όλα της τα καλά και όπου εκείνη δεν μπορούσε να μπει. «Λοιπόν, τι έχεις; Θα γυρίσει, σίγουρα.» «Το άκουσες, ψυχή μουείπε η γριά τραβώντας το κορίτσι από τον τοίχο. «Θα γυρίσει! Δεν έφυγε για πάντα, όχι!» «Θα γυρίσει, ναι, κορίτσι μου!» Η Γκριζέντα του πήρε το χέρι και το φίλησε με αναφιλητά.

Είπε, κι' αφτοί αρκετοί ήθελαν να παν με το Διομήδη, θέλανε οι Αίιδες οι διο, τα θεοπαίδια τ' Άρη, τόθελε ο γιος του Νέστορα και τόθελε ο Μηριόνης, τόθελε και τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας, 230 τόθελε ο αγονάτιστος Δυσσέας μες στους Τρώες να μπει, τι πάντα γύρεβε τον κίντυνο η καρδιά του.

Στο βιβλίο του «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ» πούβγαλαν τ' Αλεξαντριανά «Γράμματα» στα 1914 μπορεί σε δεύτερη έκδοση, να μπει το άρθρο αυτό για πρόλογο, αφού πολλά σημεία του άρθρου δείχνονται πιο ξάστερα στο βιβλίο του εκείνο . ΓΝΩΡΙΣΑ μια Ρώσσα, νέο κορίτσι. Μοιάζει όλες τις Ρώσσες. Επειδή βρίσκομαι σε τόπο Ελληνικό, περιτριγυρισμένος από Έλληνες κ' Ελληνίδες, μου φανερώθηκε χτυπητότερη η Ρώσσα.

Και θα μπει σίγουρα νέο πνεύμα, δηλαδή κ α θ α ρ ό π ν ε ύ μ α σε κείνους που θα διευθύνουνε τις υπηρεσίες του κράτους, άμα ξέρουν καλά ποια είναι η δουλειά τους και ποια δεν είναι η δουλειά τους. Τώρα στο κεφάλι, τους όλα είναι σαλάτα και κουρκούτι, ανάκατα με λέξες, λέξες, λέξες.