United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες του λέει ο άφοβος πολεμιστής Μενέλας 60 «Και πιά 'ναι, ξήγα μου, έπειτα η προσταγή σου; Θέλεις να μείνω εκεί προσμένοντας μαζί τους ως να φτάσεις, για θες να τρέξω πίσω εδώ σαν τους τα πω τα πάνταΤότες του λέει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους «Εκεί καρτέρα, μην τυχόν στο δρόμο χάσει ο ένας 65 τον άλλονε, τι είναι πολλές μέσα απ' τον κάμπο οι στράτες.

Έτσι όλοι αφού μαζέφτηκαν οι παινεμένοι Αργίτες, τότες σηκώθη ο ξακουστός γιος του Πηλέα κι' είπε 55 «Τ' Ατρέα γιε, τι βγάλαμε με τους θυμούς μας τάχακι' εσύ κι' εγώόταν πιάσαμε καρδολυσσάχτρα αμάχη να! για μια τσούπα, και το νου μας τύφλωσε το πάθος; Κάλια ας την είχε η Άρτεμη θερίσει στο καράβι τη μέρα όταν την πήρα εγώ πατώντας το καστρί της! 60 Τότε έτσι από κοντάρια οχτρών τόσοι Αχαιοί και τόσοι μ' αίμας τη γης δε θάβαφαν, σα μ' έπιασε το πείσμα.

Ξαφνίστη τότε απ' την πληγή τ' Ατρέα ο γιος, μα κι' έτσι το θάρρος του δεν τόχασε, μον χύθηκε τον Κόνα 255 να φάει με το βουνόθρεφτο κοντάρι του στο χέρι.

Και πήγαν έκατσαν τειχιού ανάμεσα και τάρφου· εκεί φωτιά άναψε ο καθείς κι' ετοίμασαν να φάνε. Κι' ο γιος τ' Ατρέα μαζεφτούς τους πρώτους στην καλύβα τους πήγαινε όλους, και λαμπρό τους έβαζε τραπέζι. 90 Κι' εκείνοι σ' έτοιμα άπλωσαν λιγούδια, ομπρός στρωμένα.

Όμως και τώρα ας δούμε, πώς σωτηριά θενάβρουμε φιλιώνοντάς τον πάλι με λόγια περικαλεστά με τιμημένα δώραΤότες του λέει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους «Γέρο, δεν τάπες ψέματα τα δύστυχά μου πάθια. 115 Έφταιξα, δεν τ' αρνιέμαι εγώ. Ναι, με στρατό μεγάλο είν' ίσος όπιον πάρει ο γιος από καλό του Κρόνου, σαν τώρα αφτόν που τίμησε κι' αφάνισε τ' ασκέρι.

Όμως αδιάφορος κι' ο γιος δεν έμεινε του Πάνθου άμα ο λεβέντης Πάτροκλος σκοτώθηκε, μον πήγε 10 κοντά του εκεί και στάθηκε και του Μενέλα τούπε «Θεόσπαρτε τ' Ατρέα γιε, Μενέλα πολεμάρχη, πίσω!

Τι πήγε και τον φώναξε και τούπε αφτά τα λόγια «Έχτορα, τρέχεις τώρα εσύ και κυνηγάς του κάκου 75 τ' άλογα τ' Αχιλέα εδώ· μα αφτά ναν τα δαμάσει θνητός και ζέψει σα βαρύ, αίμα αν δε φτύσει πρώτα, άλλος παρά τον Αχιλιά π' αθάνατη έχει μάννα· μα σύγκαιρα τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας, στητός μπροστά στον Πάτροκλο μάς κάρφωσε έναν πρώτο 80 παλικαρά, τον Έφορβο, και τη ζωή του πήρε

Κι' οι θεογέννητοι αρχηγοί γοργά, κι' ο γιος τ' Ατρέα, 445 τους λόχους τους παράταζαν, κι' η Αθήνα μαζί τους με την αγέραστη άλιωτη τη μυριοπλούσια ασπίδα, που ως εκατό της κρέμουνταν μαλαματένια κρόσα καλοπλεμένα, ως εκατό βοδιώνε το καθένα, μ' αφτή στα χέρια αστραφτερή τ' ασκέρι δρασκελούσε 450 και γκάρδιωνε τους Αχαιούς στον πόλεμο να πάνε μες στην ψυχή αναστύλωσε του καθενός το θάρρος, που έτσι χωρίς αποκοπή να πολεμάν και σφάζουν· κι' άξαφνα πιο γλυκιά ολωνών τους ήρθε τότε η μάχη παρά να παν στην ποθητή πατρίδα με τα πλοία.

Κι' είπε τηρώντας τα πλατιά ουράνια ο γιος τ' Ατρέα «Άκου με, Δία, πρώτα εσύ, των αθανάτων όλων τρανότατε πρωταρχηγέ, κι' άκου με, Γη κι' εσύ Ήλιε, κι' οι Γδίκισσες που τιμωρούν τους ψέφτορκους στον Άδη· 260 παίρνω όρκο, εγώ δεν άγγιξα ποτές τη Βρισοπούλα μήτε ζητώντας αγκαλιά μήτε δουλιά καμμιά άλλη, Μον τιμημένα κάθουνταν μες στην καλύβα πάντα.

Μα ο γιός τ' Ατρέα ως στο νεκρό γυρνάει τρεχάτος πίσω. 706 στέκει στους Αίιδες κοντά και λέει λαχταρισμένος «Να, εκιόν εγώ τον έστειλα στ' ανάφρυδα καράβια, μα αν θα προβάλει ο Αχιλιάς και τόσο δεν τ' ολπίζω όση κι' αν τούχε μαχητά του Έχτορα και μίσος. 710 Τι πώς; Δε γίνεται άνοπλος να βγει να πολεμήσει.