United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφτός με τυραγνά ο καημός, τι μάτωσε η καρδιά μου, 55 γιατί τη νια που χώρισε πρεσβιό ο στρατός για μένα και πήρα με τη σπάθα μου πατώντας καστροχώρια, αφτή ξανά οχ τα χέρια μου την πήρε ο Αγαμέμνος, τ' Ατρέα ο γιος, σα νάμουνα λες του σωρού ραγιάς του.

Έτσι είπε, και πατώντας τον τραβάει το χάλκινο όπλο οχ την πληγή, κι' ανάσκελα τον σπρώχνει απ' το κοντάρι. Κι' εφτύς το πήρε κι' έτρεξε κατά τον Αφτομέδο, αμαξολάτη ισόθεο του φτερωτού Αχιλέα, 865 τι του διψούσε τη ζωή. Μα αφτόν μακριά απ' τη μάχη τον έβγαζαν τ' αθάνατα γοργόποδα άλογά του, δώρα λαμπρά πούχαν θεοί δοσμένα στον Πηλέα.

Εις της σκηνής την είσοδο ήταν ζωγραφισμένος ο Κέκροψ με της κόρες του, με φείδια τυλιγμένος, εικόνα που αφιέρωσε απ' την Αθήνα κάποιος• κρατήρες έστησε χρυσούς στου τραπεζιού τη μέση, κ' εβγήκεν ένας κήρυκας στα νύχια του πατώντας, κ' εκάλει όποιος αγαπά να κάτση στο τραπέζι. Κι' όταν εγέμισε η σκηνή, στεφανοφορεμένοι, με την τροφή την άφθονη καθένας εχαιρόταν.

Ο άνεμος τραβούσε δυνατά, κι' η κάκω η Μήτραινα έτρεχε γλήγορα, πατώντας, όπως λάχαινε, μέσα στες λάσπες, για να φτάση το γληγορότερο στο σπιτοκάλυβό της και να σφίξη στην αγκαλιά το παιδί της.

Κι' έτρεξε ναν τον σώσει αφτός, ισόθεος λες άντρας, που πήγε ομπρός και στάθηκε κοντά κοντά του κι' είπε «Μάστορη δόλου και σφαγής, κοσμάκουστε Δυσσέα, 430 ή και τους διο εδώ σήμερα τους γιους θα θανατώσεις τ' Απάσου, και θα παινεφτείς πατώντας τα κορμιά τους, ή απ' τ' όπλο μου θα κατεβείς στον Άδη σουγλισμένος

Και θαρρώ αφτό το βλέπετ' όλοι, πως η δική μου τώρα η νια μισέβει σ' άλλα χέρια120 Μα τότε ο φτερουγόποδος τ' απάντησε Αχιλέας «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, αχόρταγότερ' όλων, πώς άλλο να σου δώσουν θες πρεσβιό τα παληκάρια; Δεν ξέρω πουθενά πολύ αμοίραγό μας πράμα. Δοθήκανε όσα πήραμε πατώντας τόσες χώρες, 125 κι' είναι ντροπής απ' το λαό ξανά να μαζωχτούνε.

Είπε, και πήγε τότε αφτός στ' αθρώπινα κοπάδια, κι' ο Ποσειδός πια πρόθυμα θαρρέβει να βοηθήσει. Εφτύς πηδάει μια ως στη γραμμή των μπροστινών και σκούζει «Αργίτες, τι, στον Έχτορα θ' αφίσουμε έτσι λέτε τη νίκη; Τι, θα δοξαστεί καράβια μας πατώντας; 365 Έτσι παινιέται τώρα αφτός και λέει, τι ο Άχιλέας πέρα στα πλοία μένει αργός που πείσμωσε η καρδιά του.

Κυνηγούσαμε τρεις μέρες μέσα στο λόγκο, αλλού τσαλαβουτώντας ως τη μέση μέσα στα νερά, κι αλλού πατώντας γερό χώμα, πάντα ακολουθώντας την ακρολιμνιά. Περάσαμε έτσι τρεις λόγκους ατέλειωτους και τρεις λίμνες μεγάλες, όταν φθάσαμε στην τέταρτη.

Τα μέλη τούκανε αλαφράτα γόνατα τα πόδιακαι στο βραβεία ότι είτανε σε λίγο να χοιμήσουν, βλάφτει τον Αία η Αθηνά, και να! γλυστράει πατώντας σβουνιά χυμένα πούταν κει μουγκρόφωνων βοδιώνε, 775 πούσφαζε στου Πατρόκλου πριν ο άξιος Αχιλέας· και πέφτει, και του γιόμισαν σβουνιά το στόμα οι μύτες. Τότες αρπάει του γέρου ο γιος Λαέρτη την κροντήρα σαν ήρθε πρώτος· κι' έμεινε το βόδι για τον Αία.

Κι' όπως λιοντάρι π' απαντάει ατσόπανα κοπάδια, 485 πρόβατα ή γίδια, αιμόδιψο τους ρήχνεται στη μέση, έτσι έπεσε και του Τυδιά ο γιος απάς στους Θράκες ως πούφαγε άντρες δώδεκα, ενώ ο σοφός Δυσσέας, όπιον ζυγώνοντας σιμά μαχαίρωνε ο Διομήδης, πίσω του αφτός τον έπιανε απ' το ποδάρι, κι' όξω 490 τόνε τραβούσε, τι ήθελε τ' ασπροτριχάτα ζώα με δίχως κόπο να διαβούν, κι' όχι κορμιά πατώντας να φοβηθούν· τι από νεκρούς δεν ήξεραν ακόμα.