United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τόκαμε πανάθεμά τονε! Επήγε και τις δύο φορές, κ' εγέμισε μια σακούλα αθρωποκέφαλα, και τάφερε και διάνοιξε τη σακούλα και τάδιασε μες του Νικολέτση το μαγαζί, ανάμεσα στους άλλους χωριανούς, που ανατρίχιαζαν, κ' εσταβροκοπιώνταν μανοιχτό το στόμα. Έτσι εκέρδισε και το 'να στοίχημα, εκέρδισε και τ' άλλο. Τόχε πάρει απάνου του αποτότε ο Λίακας.

Κυττάζει και βλέπει υψηλά επάνω εις τα κλαδιά κρεμασμένο το καλαθάκι της. Και η γη κάτω είχε σκεπασθή όλη από κάστανα. Εγέμισε το μεγάλο της καλάθι, εγέμισε την ποδιάν της και επήρε της όρνιθες εις το χέρι Δεν ήτο πλέον μακράν από το σπίτι· η θάλασσα εγυάλιζε πλησίον και διέκρινε τώρα εις την ακροθαλασσιάν την καλύβα της.

Βασιλέα, αυτή μου λέγει, τι δηλούν ετούτα που μιλείς; Εγώ τότε της εδιηγήθηκα τα όσα μου εσυνέβηκαν από αιτίαν του μιαρού Δερβύση, και επαρατήρησα, εκεί που της τα εδιηγούμην, εγέμισε το πρόσωπόν της από εντροπήν διά την απάτην που έλαβε, και μου έκαμεν άδικον, που δεν το ήξευρε. Και από την θλίψιν της ήτον όλη έξω από τον εαυτόν της, χωρίς να έχη παρηγοριάν.

Οι σύντροφοι του με κολακίες και γλυκόλογα ζητούσανε να τον κρατούν ήσυχο. — Τα σκοτεινά πράμματα δε μ' αρέσουν εμένα· αν είνε γάμος θέλω κ' εγώ να ξέρω· εφώναζε δυνατά. Και εζήτηξε να σηκωθή, μα δυο σύντροφοι, ο ένας δεξιά κι' ο άλλος ζερβά, τον βαστάξανε. — Μην κάνης σαν παιδί, καϋμένε Στέφανε· ήντα σε κόφτει; ας κάμουν ό,τι θένε μέσα· βάλε να πιούμε. Και του εγέμισε το ποτήρι του.

Κι άμα ξαλάφρωσε από την πίκρα το Λάμωνα και τους δικούς του και τους εγέμισε χαρά, και θροφή εδοκίμασε και πήγε για ύπνο, όχι όμως δίχως δάκρυα κι αυτόνε, μόνο παρακαλώντας να ξαναϊδή τις Νύμφες στ' όνειρό του και νάρθη γλήγορα η μέρα, που του έταξαν τη Χλόη. Η νύχτα εκείνη του φάνηκεν ότι ήτανε πιο μεγάλη από όλες. Και τούτα γίνανε στο διάστημά της.

Ο Καπετάν πασάς με την αρμάδα κατέπλευσε και άραξε, ανάμεσα στον Μέγαν Γιαλόν κ' εις τον Μικρόν Γιαλόν. Καράβια εγέμισε ο τόπος ο υγρός, εμαύρισε όλ' η θάλασσα.

Μεγάλη η χάρις σου Παναγία μου! Είπε πάλιν και ο καπετάν-Μαμμής και εξηκολούθησε. «Μετ' ολίγας ημέρας εναυλώθην ναύλον καλόν διά Ζάκυνθον· και να με περιμένετε να κάμωμεν τα Χριστούγεννα μαζί. Θα μείνω μαζί σας έως ν' αγιασθούν τα νερά. Τα Φώτα χωρίς άλλο θα είμαι μαζί σας». Ο καπετάν-Μαμμής έκαμνε τον σταυρόν του χαίρων και θαυμάζων. Εγέμισε δε χαράν το πρόσωπόν του. Ξανάνειωσεν.

Κοιμώμενος δέ ποτε ο Αστυάγης είδεν εις τον ύπνον του ότι η Μανδάνη αύτη ούρησε τόσον αφθόνως ώστε ου μόνον εγέμισε την πόλιν, αλλά κατέκλυσε και την Ασίαν ολόκληρον. Διηγήθη δε το όνειρον τούτο εις τους μάγους οίτινες εξηγούσι τα όνειρα και εφοβήθη διά την εξήγησιν την οποίαν τω έδωκαν.

Είπε, και με χρυσό ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη, και αφού πρώτα με φόρεμα καθάριο και χιτώνα τον σκέπασε, του ελάμπρυνε το σώμα και την νειότη• μελαχρινός πάλ' έγεινεν, εγέμισε η θωριά του, 175 και εις το πηγούνι ολόγυρα τα γένεια του μαυρίσαν. και αφού τούτ' έκαμε η θεά, τον άφησε• κ' εκείνος εις την καλύβα εγύρισε• και ο υιός του τρομασμένος αλλού την όψιν έστρεψε, φοβούμενος μην είναι θεάς• και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 180 «Ξένε, τώρ' άλλοςτην μορφή μου 'φάνης απ' ό,τ' ήσουν• έχεις άλλα φορέματα, και άλλ' είν 'όλ' η θωριά σου• ένας συ θα 'σαι των θεών των ουρανοκατοίκων. αλλ' ίλεος γίνου, κ' ιερά θα δώσουμε αρεστά σου, και δώρα χρυσοσκάλιστα• ά! την οργή σου παύσε». 185

Και ο μεν Σωκράτης, όταν ο δούλος εγέμισε τον ψυκτήρα, έπινε· ο δε Ερυξίμαχος: — Πώς εννοείς λοιπόν, είπε, να κάμωμεν, Αλκιβιάδη; έτσι θα πίνωμεν χωρίς ούτε ομιλίαν ούτε άσματα, απαράλλακτα όπως οι διψώντες; Και ο Αλκιβιάδης: — Ερυξίμαχε, είπε, λαμπρότατε γόνε λαμπροτάτου πατρός και σωφρονεστάτου, χαίρε. — Χαίρε και συ, είπεν ο Ερυξίμαχος· αλλά λέγε τι πρέπει να κάμωμεν;