Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Τότε έτρεξεν η άνωθεν γραία έπεσε και του εφίλησε τα ποδάρια και τον εξώρκισεν εις το γάλα που τον εβύζαξε, παρακαλώντας τον τουλάχιστον να μη με θανατώση, και αφού με επλήγωσαν από τον δαρμόν με καλάμια σχισμένα, με εχάρισεν εις την γραίαν σχεδόν νεκράν.

Καλή είναι η τιμωρία, μα πολύ σύντομη. Η μεγάλη φωτιά θα την κάψη αμέσως, κι' ο δυνατός άνεμος θα σκορπίση γρήγορα την στάχτη της. Κι' όταν σε λίγο θα πέση η φλόγα, η τιμωρία της θα τελειώση κι' όλα. Θέλεις να σου μάθω εγώ ακόμη χειρότερη τιμωρία: τέτοια που να ζη, αλλά στην ατιμία κι' όλο ένα παρακαλώντας το θάνατο; Βασιληά, το θέλεις

Να κάθεται, να τσιμπουκίζη και να συλλογίζεται. Τι συλλογίζεται; Όχι βέβαια τη γυναίκα και το μοναχοπαίδι που τα έχει σφαλισμένα στον Πύργο του Φονιά. Ούτε τα τόσα αίματα και τα λόγια που, παρακαλώντας τον θερμά λέγουν τα θύματά του, πριν σκύψουν το κεφάλι στον άσπλαχνο λάζο του.

Ο Καερδέν ταξείδευε αδιάκοπα ως που έρριξε άγκυρα στο λιμάνι του Τινταγκέλ. Πήρε ένα λαμπρό ύφασμα με σπάνιο χρώμα, ένα ωραίο μετάλλινο ποτήρι, κ' ένα μεγάλο γυπαετό στο χέρι, και τα χάρισε στο Βασιληά Μάρκο, παρακαλώντας τον με ευγένεια να του παραχωρήση την προστασία του και την ειρήνη του, για να μπορέση να εμπορευθή στον τόπο δίχως να φοβάται τίποτα ούτε από αυλικό ούτε από υποκόμη.

Αυτά 'πε, και εις τους ώμους μου κρέμασα εγώ το ξίφος χάλκινο, ασημοκάρφωτο, μέγα, και ομού το τόξο, κ' εκείνον πάλι επρόσταξα τον δρόμο να μου δείξη. τα γόνατά μου αγκάλιασεν αυτός παρακαλώντας, και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• 265 «άφες μ' εδώ, διόθρεφτε• κει πέρα μη με σύρης, τι δεν θα γύρης ούτε συ, το ηξεύρω, ούτε θα φέρης κανέναν των συντρόφων σου• πλην γλήγορα με τούτους ας φύγουμ', όσο είναι καιρός να φυλαχθούμε ακόμη».

Τότε η κάκω η Μήτραινα την έβγαλε από τη φωτιά, την απόθεκε ψηλά στο πεζούλι της στιας, κι' ύστερα έκανε το σταυρό της μπροστά στο εικόνισμα, παρακαλώντας την Κυρά την Παναγιά και τον ΆηΓιάννη να της φέρουν το παιδί της γερό και καλά από τα Ξένα, πήρε την τσέργα της, χάλασε και σκέπασε τη φωτιά, έσβησε το λυχνάρι, και πλάγιασε ψηλά στην πρόκοβα της τη νυφιάτικη, για να κοιμηθή, γιατί είταν περασμένη η ώρα.

Αλλά αποφάσισαν να πεθάνουν γενναία, όλοι εκτός από τον βαστάζο, που με δυνατή φωνή ρώτησε την Ζωηδία γατί θα έπρεπε να τιμωρηθεί για τα λάθη των άλλων, και ανακοίνωσε ότι αυτές οι κακοτυχιές δεν θα είχαν συμβεί αν δεν είχαν έρθει οι δερβισάδες που πάντα φέρνουν κακή τύχη. Τέλειωσε παρακαλώντας την Ζωηδία να μην μπερδεύει τους αθώους με τους φταίχτες και να του χαρίσει την ζωή.

Κι άμα ξαλάφρωσε από την πίκρα το Λάμωνα και τους δικούς του και τους εγέμισε χαρά, και θροφή εδοκίμασε και πήγε για ύπνο, όχι όμως δίχως δάκρυα κι αυτόνε, μόνο παρακαλώντας να ξαναϊδή τις Νύμφες στ' όνειρό του και νάρθη γλήγορα η μέρα, που του έταξαν τη Χλόη. Η νύχτα εκείνη του φάνηκεν ότι ήτανε πιο μεγάλη από όλες. Και τούτα γίνανε στο διάστημά της.

Κ' οι δύο δοκιμές του ήταν τέλειες αποτυχίες και στα 1844 εντελώς απογοητευμένος από την κοινωνία της Τασμανίας έκανε υπόμνημα στο Διοικητή του τόπου Sir John Eardley Wilmot, παρακαλώντας τον να τον αφήση ελεύθερο.

Πάμπολλων ανθρώπων περιουσίες δημεύτηκαν, κ' έμειναν τα γυναικόπαιδά τους στους δρόμους. Κ' οι αξιωματικοί όμως αυτοί ακόμα, όσο σκληρά κι α φερθήκανε, δεν αποκοτούσανε, λέει, να εφαρμόσουν κάθε μέτρο της Βασιλικής προσταγής, παρά τους σπλαχνιούνταν κι αυτοί τους πολίτες. Είχαν κατέβει και κοπάδια Καλόγεροι κ' Ερημίτες, παρακαλώντας κι αυτοί να πάψη τέτοια φοβερή αδικία.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν