United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο Τριστάνος τους έφτασε, κ' εκάλπασαν μαζύ κι' οι τρεις, αμίλητοι, μέχρι το σπήτι του κυνηγιού. Κει κάλεσε ο Καερδέν τον Τριστάνο να κουβεντιάσουν, και του είπε: «Άρχοντα Τριστάνε, η αδερφή μου μού ωμολόγησε την αλήθεια για τους γάμους σας. Σε είχα αδερφό και σύντροφο. Αλλά δεν κράτησες πίστι, και ντρόπιασες το σύνδεσμό μας.

Ο Δούκας Χοέλ και ο Καερδέν παρέταξαν αμέσως τα πρώτα τμήματα των ιπποτών, μπρος στης πόρτες των τειχών. Άμα έφθασαν σε απόστασι τόξου, σταμάτησαν τάλογα, με τα κοντάρια χαμηλωμένα, ενώ σαν βροχή του Απρίλη έπεφταν απάνω τους τα βέλη. Ο Τριστάνος ωπλιζότανε κι' αυτός με κείνους που τελευταία είχε ξυπνήσει ο φρουρός.

Μολαταύτα δεν έδειξε τίποτα, και μόλις άνοιξαν της πόρτες μπήκε στο δωμάτιο του Τριστάνου, και κρύβοντας την οργή της, εξακολούθησε να τον υπηρετή και να τον περιποιέται, καθώς πρέπει σε μια που αγαπάει. Του μιλούσε γλυκά, τον φιλούσε στα χείλη, και τον ρωτούσε αν θα γύριζε γρήγωρα ο Καερδέν με το γιατρό που θα τον εγιάτρεβε. Μα πάντα ζητούσε να βρη την εκδίκησι.

Πώς ήξερε πεια τώρα ότι δε θα μπορούσε δίχως τη Βασίλισσα, ούτε να ζήση ούτε να πεθάνη. Ο Καερδέν σωπαίνει και παραξενεύεται. Αισθάνεται, αθέλητα, να μαλακώνη ο θυμός του. «Φίλε, λέει στο τέλος, θαυμάσια λόγια ακούω. Συγκινήσατε την καρδιά μου μέχρι του οίκτου. Υπομείνατε τόσες πίκρες που ο Θεός να φυλάη τους Χριστιανούς. Ας γυρίσουμε στο Κάρχαιξ. Την τρίτη μέρα, αν μπορώ, θα σου πω τη σκέψι μου».

Έρχεται στο κρεββάτι του Τριστάνου και λέει: «Φίλε, ο Καερδέν φθάνει. Είδα το καράβι του στη θάλασσα. Σιγά-σιγά προχωρεί. Μολαταύτα το αναγνώρισα. Ο Θεός να δώση να σου φέρη τη γιατρειά σου» Αναταράζεται ο Τριστάνος. «Ωραία φίλη, είσαστε βέβαιη ότι είναι το καράβι του;! Λοιπόν, πέστε μου τι πανί έχει. — Το είδα καλά. Το έχουν ολάνοιχτο και τεντωμένο πολύ ψηλά, γιατί ο άνεμος είναι αλαφρός.

Ο Καερδέν εγύρισε τον Τριστάνο στα τείχη, και στον μεγάλο πύργο, τριγυρισμένο από προμαχώνες με πασσάλους, όπου κρύβονταν οι τοξότες. Από της πολεμότρυπες τούδειξε μακρυά στον κάμπο της σκηνές και τα παραπήγματα πούχε στήσει ο κόμης Ριόλ. Όταν γύρισαν στο παλάτι, ο Καερδέν είπε στον Τριστάνο: — Τώρα, ωραίε φίλε, θ' ανεβούμε στη σάλλα που είναι η μητέρα μου κι' η αδερφή μου.

Καθόλου σιτάρι, μόνον με κουκιά και κριθάρι βαστιώμαστε. — Τι με μέλει; είπεν ο Τριστάνος. Έζησα δυο χρόνια ολόκληρα σ' ένα δάσος και ζούσα με χόρτα, ρίζες, και με κυνήγι, και μάθετε ότι εύρισκα ωραία αυτή τη ζωή. Διατάχτε να μ' ανοίξουν την πόρτα». Ο Καερδέν είπε τότε: «Αφού είναι τόσο γενναίος, πατέρα, δεχτήτε τον να λάβη μέρος στα καλά μας και στης δυστυχίες μας». Με τιμή τον εδέχτηκαν.

«Αδελφέ, φώναξε ο Τριστάνος, τι μου λες εκεί; Πώς θα μπορούσα να φύγω μπρος στον Μπλεχερή αφού, όπως βλέπεις και μόνος σου, δεν έχουμε δω τάλογά μας. Ο Γκορνεβάλης και ένας ιπποκόμος τα φύλαγαν. Δεν τους ξαναβρήκαμε στο ωρισμένο μέρος, κι' ακόμη τους γυρεύομεΕκείνη τη στιγμή γύρισαν ο Γκορνεβάλης κι' ο ιπποκόμος του Καερδέν. Ωμολόγησαν το πάθημά τους.

Λοιπόν καλά, ακολούθα με, Τριστάνε. θα σε βοηθήσω». Ο αυλάρχης έκρυψε στο Λιντάν τον Τριστάνο, τον Γκορνεβάλη, τον Καερδέν και τον ιπποκόμο του, κι' όταν ο Τριστάνος του ιστόρησε λέξι προς λέξι όλες της τελευταίες περιπέτειες του, ο Ντινάς πήγε στο Τινταγκέλ για να μάθη νέα της Αυλής.

Κατά την αυγή, οι τέσσερες σύντροφοι ανέβαιναν στο Λιντάν, όταν είδαν νάρχεται πίσω τους ένας άνθρωπος που ακολουθούσε τον ίδιο δρόμο καβάλλα στο άλογό του που πήγαινε βήμα σιγά σιγά. Ερρίχτηκαν πίσω από τα δέντρα, κι' ο άνθρωπος πέρασε χωρίς να τους δη γιατί ήταν κοιμισμένος. Ο Τριστάνος τον ανεγνώρισε. — Αδερφέ, είπε σιγανά στον Καερδέν, είναι ο ίδιος ο Ντινάς ντε Λιντάν. Κοιμάται.