United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο βεζύρης μου δεν έχει εύλογον αιτίαν να τον παρομοιάση μετ' εμένα εις την γενναιότητα, επειδή και δεν είδα να μου χαρίση τίποτε από τα όσα μου έδειξε, και ημπορώ να τον στοχασθώ διά ένα άνθρωπον κενόδοξον παρά γενναίον· όθεν διά τούτο δεν πρέπει να συμπαθήσω τον βεζύρην μου, επειδή αντίς να μου είπη αλήθειαν, μου είπε ψεύμα.

Ο Γεροστάθης μετά τας ανωτέρω διηγήσεις μας ωδήγησεν εις τον κήπον του, διά να μας δείξη τας γεωργικάς προόδους του συμμαθητού μας Ιωάννου. Μας έδειξε δε διάφορα νεόφυτα δένδρα υγιέστατα και ανθισμένα, διάφορα ωραιότατα άνθη, και άλλα αξιόλογα προϊόντα, τα πάντα καλλιεργηθέντα υπό του φίλου μας Ιωάννου.

Αρχηγός του σώματος των Παλαμηδιωτών, εφέρετο αξιολογώτατα και αγαπάτο από όλους, προ πάντων όμως από τον Καραϊσκάκην, ο οποίος έδειξε ζωηροτάτην λύπην διά τον θάνατόν του. Απέθανε δε εις την αρχήν ενός λαμπρού σταδίου, το οποίον τα προτερήματά του και αι περιστάσεις έδειχνον ότι του προετοίμαζον.

Ακριβώς δε απεδείχθη άπαξ έτι τι σημαίνει διά την άμυναν των ελληνικών χωρών η θάλασσα και εδικαιώθη το λόγιον του μεγάλου Περικλέους: «Μέγα το της θαλάσσης κράτος». Κατά τον οπωσούν μακρόν τούτον πλουν ο Ηράκλειος έδειξε το πρώτον την αρετήν του ως βασιλέως και ως αρχιστρατήγου.

Και της έδειξε δύο χριστόψωμα. — Εκύτταξε η γρηά την κοπέλλα με το μακάριο της χαμόγελο. — Τα παίρνω, κόρη μου, για τα παιδιά. Η ευκή μου μαζή σου . . . Η κόρη εσυγκινήθηκε κ' έφυγε . . . Η γρηά εσηκώθηκε.

Μεγάλη φρόνηση, και στρατηγική και πολιτική, λέγουν πως έδειξε τότες ο Στηλίχωνας, κι απόφυγε σημαντικό δυστύχημα, επειδή μικρό πράμα δεν είτανε να χάση η Ρώμη τις χώρες που της δίνανε σιτάρι. Τονέ σπάσανε λοιπόν οι Ρωμαίοι το Γίλδο στα 398, μαζί με τους Αφρικανούς του νομάδες, κ' έγινε πια τότες μεγάλος και πολύς ο Στηλίχωνας.

Έχει φεγγάρι. Μόνον εσύ, τι ήθελες να έλθης; — Έφερα το ράσον. Και έδειξε κρεμάμενον επί του βραχίονός της, επιμελώς διπλωμένον, το καλόν ράσον του παππά Ναρκίσσου. — Τι το έφερες; Μη είναι κρύον να τα φορέση επανωτά; — Ίσως χρειασθή, είπεν η παππαδιά. Και λέγοντες ταύτα έφθασαν εις την είσοδον του περιβόλου. — Κάθισ' εδώ παππαδιά, εις την πέτραν. θα είσαι κουρασμένη. — Όχι, δεν εκουράσθηκα.

Είταν ανοιχτή στο πρώτο βιβλίο του Μωυσή κι όταν τη ρώτησα τι διάβαζε, μου έδειξε μόνο τις δυο σειρές, που μου φαίνεται πως τις βλέπω ακόμα στην κάτω άκρη της σελίδας. Και διάβασα τα λόγια: «Κατηραμένη η γη ένεκα σού. Με πόνους να γεννάς τα τέκνα σου». — Δεν είναι φριχτό; μου είπε. Δε θυμούμαι να γέννησα με πόνους. Δεν το σκέφτηκα ποτέ.

Δεν έδειξε ούτε την Άσπρη ούτε τη Μαύρη Θάλασσα. — Κάτω· μου κάνει, δίνοντας μπηχτή. Δεν υποψιάστηκα τίποτα και άρχισα να τον πειράζω. Η μαστίχα μου εκέντησε φοβερά την όρεξι κ' εμυριζόμουν λιμασμένος την τσίκνα του μαγεριού. Εκεί έβραζε το αθάνατο φαγί μας. Και φαίνεται δεν ήμουν εγώ μόνος που επεινούσα. Ήταν όλο το πλήρωμα. Τι τα θέλεις; Ο ναύτης δεν είνε πλασμένος για το καθησιό.

Κατείδες, οίον α τάλαιν' εών πέπλων εξέβαλ', έδειξε μαστόν εν φοναίσιν, ιώ μοι, προς πέδω τιθείσα γόνιμα μέλεα; τακόμαν δ' εγώ... Βοάν δ' έλασκε τάνδε, προς γένυν γ' εμάν τιθείσα χείρα; Τέκος εμόν, λιταίνω· παρήδων τ' εξ εμάν εκρήμναθ', ώστε χέρας εμάς λιπείν βέλος... Εγώ μεν επιβαλών φάρη κόραις εμαίς φασγάνω κατηρξάμαν ματέρος έσω δέρας μεθείς.