United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού διέβην την υγράν και ανήλιον εκείνην αυλήν, ευρέθην αντικρύ ετέρας θύρας επί της οποίας ανεγινώσκετο η επιγραφή «Αίθουσα αγρυπνίας». Υπερβάς και ταύτην, εισήλθον εντός απεράντου αιθούσης, ήτις είχεν ως μόνα σκεύη γιγαντιαίον φανάριον, κρεμάμενον από της οροφής διά σιδηράς αλύσεως, και άνθρωπόν τινα ή μάλλον μονόφθαλμον και χωλαίνον ερείπιον ανθρώπου, βραδέως διαβηματίζον από της μιας εις την άλλην άκραν της αιθούσης.

Την μίαν των προς το βάθος γωνιών κατείχε μεγάλη και υψηλή παστάς, την οποίαν εστόλιζον εν είδει παραπετασμάτων χρωματιστά κλινοσκεπάσματα. Έπειτα καθ' όλον σχεδόν το μήκος του ενός τοίχου εξετείνετο η «κοντάδα», ξύλον κρεμάμενον εκατέρωθεν εκ των δοκίδων της οροφής, εις το οποίον ήσαν ανηρτημένα κατά σειράν διάφορα άλλα κιλίμια και ενδύματα.

Απηύθυνε δε προς τον Μανώλην λέξεις τινάς, αλλ' ενώ ελάλει, το τουρλωτόν του φέσι ανηρπάγη υπό κλάδου και έμεινε κρεμάμενον, ως κώδων, επί της οδού. Το θέαμα εφάνη πολύ αστείον εις τον Μανώλην, όστις ήρχισε να γελά.

Μέγα κάτοπτρον άνωθέν μου κρεμάμενον εδιπλασίαζε τα κομψά αντικείμενα, άτινα με περιεστοίχιζον, και ηύξανεν έτι το άπλετον φως, όπερ επλημμύριζε την περικαλλή και ευώδη αίθουσαν. Τι ωραία διαμονή είνε κομμωτήριον κομψής και νεαράς, έστω και παχείας, γυναικός!

Έλαβεν από έν ζεμπήλι, κρεμάμενον εις το πλευρόν του σαμαρίου, προσόψιον λευκόν τυλιγμένον, όπου ήσαν τα θρησκευτικά δώρα, τα οποία είχεν ονομάσει ο καπετάν Γεωργάκης και τον ηκολούθησεν. Είχε τόσα χρόνια ανεξαγόρευτος, όλας τας αμαρτίας της νεότητός του τας είχεν ακόμη φορτωμένος εις την συνείδησίν τουτα σαρκικά πάθη και όλα τα λοιπά.

ΦΙΛ. Ευχαρίστως, αφού από τώρα είμαι μετέωρος και κρέμομαι από τα χείλη σου και ανυπομόνως περιμένω το τέλος της διηγήσεως. Μάλιστα σε παρακαλώ να μη με αφήσης κρεμάμενον από τ' αυτιά εις το μέσον της διηγήσεως. ΜΕΝ. Άκουσε λοιπόν, διότι δεν είνε ευγενές ν' αφήση κανείς ένα φίλον του με το στόμα ανοικτόν και μάλιστα, όπως συ λέγεις, κρεμάμενον από τ' αυτιά.

Πώς ηδύνατο να επαρκή και εις τα τρία, τρέχων από σκάφης εις σκάφην, μ' ένα πήχυν εις την χείρα, με μίαν στάθμην και μ' ένα σκέπαρνον από του αυχένος κρεμάμενον με την λαβήν επί του στέρνου. Και οποία στρατιά ανθρώπων ετέλει υπό τας διαταγάς του ! Ο πλοίαρχος, οι βοηθοί του, οι πριονισταί, οι πελεκητοί, οι μαραγκοί, και οι καλαφάται.

Έχει φεγγάρι. Μόνον εσύ, τι ήθελες να έλθης; — Έφερα το ράσον. Και έδειξε κρεμάμενον επί του βραχίονός της, επιμελώς διπλωμένον, το καλόν ράσον του παππά Ναρκίσσου. — Τι το έφερες; Μη είναι κρύον να τα φορέση επανωτά; — Ίσως χρειασθή, είπεν η παππαδιά. Και λέγοντες ταύτα έφθασαν εις την είσοδον του περιβόλου. — Κάθισ' εδώ παππαδιά, εις την πέτραν. θα είσαι κουρασμένη. — Όχι, δεν εκουράσθηκα.

αυτήκεν γαίη ερύσαι αυτή τε θαλάσση. Όταν ήκουα αυτούς τους στίχους, σ' εθαύμαζα διά την δύναμίν σου και έτρεμα• αλλά τώρα βλέπω ότι και συ ομού με την αλυσίδα και τας απειλάς σου κρέμεσαι, κατά την ομολογίαν σου, από το λεπτόν νήμα των Μοιρών. Μου φαίνεται λοιπόν ότι δικαιότερον θα εκαυχάτο η Κλωθώ, η οποία και σε ακόμη κρατεί κρεμάμενον εις το αδράκτι της, όπως το ψάρι εις το καλάμι του ψαρά.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ενίοτε βλέπομεν νέφος έχον σχήμα δράκοντος, άλλοτε πάλιν ατμόν ομοιάζοντα προς άρκτον, λέοντα, πυργοειδές φρούριον, προς βράχον κρεμάμενον, προς κωνοειδές όρος ή προς κυανούν ακρωτήριον, φέρον επ' αυτού δένδρα, ταύτα δε πάντα κλίνοντα προς την γην, και απατώντα τους οφθαλμούς ημών διά του αέρος. Είδες τα σημεία ταύτα; είναι τα απαίσια θεάματα της Εσπέρας. ΕΡΩΣ. Ναι, στρατηγέ μου.