United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλαβεν από έν ζεμπήλι, κρεμάμενον εις το πλευρόν του σαμαρίου, προσόψιον λευκόν τυλιγμένον, όπου ήσαν τα θρησκευτικά δώρα, τα οποία είχεν ονομάσει ο καπετάν Γεωργάκης και τον ηκολούθησεν. Είχε τόσα χρόνια ανεξαγόρευτος, όλας τας αμαρτίας της νεότητός του τας είχεν ακόμη φορτωμένος εις την συνείδησίν τουτα σαρκικά πάθη και όλα τα λοιπά.

Ο Κωσταντής επέζευσε και πάλιν από το ύψος του σαμαριού, και μου εζήτει το κηρίον, διά ν' ανάψη να βρη τον δρόμον. Αλλ' εγώ ενθυμούμην ότι δεν μου είχε δώσει το κηρίον. Τέλος έψαξεν εις τον κόρφον του, εις της τσέπες του, εις το ζεμπίλι και το ηύρε δεν ξεύρω πού. Έτριψεν έν πυρείον, δύο, τρία, πέντε, αλλά τοιούτον αεράκι, απόγειον, εξήρχετο από το βουνόν, ώστε τα σπίρτα έσβυναν πριν ανάψουν.

Το ζώο, που καβαλίκευε, έκαμε να πηδήση ένα κοντρί σα σκαλοπάτι φυτρωμένο μες το δρόμο και με το πήδημά του η κόρη ξέγνοιαστη απάνω του τραντάχτηκε κ' έγυρε κατά τη λαγκαδιά. Κόβεται τότε η ίγγλα του σαμαριού και πέφτει τούτο μαζή με την καβάλα και με την κόρη κάτου στο βάθο. Έμπηξε κ' η νιόνυφη τες φωνές. Ο αγωγιάτης ήταν πολύ πίσω ακόμα.

Το ζώο, που καβαλίκευε, έκαμε να πηδήση ένα κοντρί σα σκαλοπάτι φυτρωμένο μες το δρόμο και με το πήδημά του η κόρη ξέγνοιαστη απάνω του τραντάχτηκε κ' έγυρε κατά τη λαγκαδιά. Κόβεται τότε η ίγγλα του σαμαριού και πέφτει τούτο μαζή με την καβάλα και με την κόρη κάτου στο βάθο. Έμπηξε κ' η νιόνυφη τες φωνές. Ο αγωγιάτης ήταν πολύ πίσω ακόμα.

Εκεί που η ζερβιά παλάμη μου χεράκωνε την αμασχάλη της την τρυφερή και το δεξί χέρι μου κράταε το σκληρό κουτσάκι του σαμαριού για να μη γέρνη, τότες έννοιωσε αυτή το πρόσωπό της νοτισμένο ακόμα κ' είδε βρεμμένα και τα μπροστινά ρούχα της. — Κύτταξε, μου είπε, πώς έγεινα από τα νερά κει πώπεσα. — Δε σ' έβρεξε η ρεμματιά, σ' εράντισα γω με τα χέρια μου για να σε συνεφέρω.

Χλιμίντρησαν δυνατά και δυο μουλάρια, σα να χαιρέτιζαν κι αυτά τα καϋμένα το γλυκοξημέρωμα, εκεί που δρόσιζαν τα διψασμένα ρουθούνια τους στο νερό. Ο αγωγιάτης τ' αράδιασε ύστερ' από κουτσάκι σε κουτσάκι σαμαριού με τα καπίστριά τους και τάσυρε κατά το μοναστήρι σουρίζοντας.

Χλιμίντρησαν δυνατά και δυο μουλάρια, σα να χαιρέτιζαν κι αυτά τα καϋμένα το γλυκοξημέρωμα, εκεί που δρόσιζαν τα διψασμένα ρουθούνια τους στο νερό. Ο αγωγιάτης τ' αράδιασε ύστερ' από κουτσάκι σε κουτσάκι σαμαριού με τα καπίστριά τους και τάσυρε κατά το μοναστήρι σουρίζοντας.

Εκεί που η ζερβιά παλάμη μου χεράκωνε την αμασκάλη της την τρυφερή και το δεξί χέρι μου κράταε το σκληρό κουτσάκι του σαμαριού για να μη γέρνη, τότες έννοιωσε αυτή το πρόσωπό της νοτισμένο ακόμα κ' είδε βρεμμένα και τα μπροστινά ρούχα της. — Κύτταξε, μου είπε, πως έγεινα από τα νερά εκεί πώπεσα. — Δε σ' έβρεξε η ρεμματιά, σ' εράντισα γω με τα χέρια μου για να σε συνεφέρω.