United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βγήκαν στη μικρή αυλή, κάθισαν στο σκαλοπάτι και ο Τζατσίντο έκλεισε την πορτούλα πίσω του, σαν να ήθελε να εμποδίσει το φως και τη φωτιά να ακούσουν. Ο Έφις έψαχνε τις λέξεις για να βγάλει από μέσα από την καρδιά του το θλιβερό μυστικό. Α, του φαινόταν τόσο μεγάλο και βαρύ που δεν μπορούσε να το εξωτερικεύσει όλο: κομμάτι κομμάτι, ίσως, ναι, ματώνοντας.

Τώρα εστέκετο εις το επάνω επάνω σκαλοπάτι της όλης σκάλας και παρετήρει, ότι και εδώ δεν έφθανεν ακόμη αρκετά υψηλά, ώστε να βλέπη μέσα εις την φωλεάν, και ότι μόνον με το χέρι ημπορούσε να φθάνη εκεί επάνω· εξήτασε πόσον στερεοί περίπου ήσαν οι αποκάτω χονδροί συμπεπλεγμένοι μεταξύ των κλάδοι, οι οποίοι εσχημάτιζον το κάτω μέρος της φωλεάς και ερευνών ηύρε χονδρόν στερεόν κλάδον· ετινάχθη από την σκάλα επάνω εις αυτόν, εστηρίχθη επάνω εις τον κλάδον και είχε τώρα στήθος και κεφαλήν επάνω από την φωλεάν· εδώ τον προσέβαλλεν χείμαρρος πνιγηράς δυσωδίας θνησιμαίων· μέσα εις την φωλεάν ήσαν πρόβατα, αίγαγροι, πτηνά, τα οποία είχαν απομείνει εν σήψει.

Για νάχη κι αυτός συμπεθεριό με το Βασιλέα καθώς ο Στηλίχωνας είχε με τον Ονώριο, στοχάστηκε να δώση τη μοναχοκόρη του στον Αρκάδιο. Ένα σκαλοπάτι τότες, κι ανέβαινε κι ο ίδιος το θρόνο.

Από πρωίας η κόρη, προσπαθούσα ν' ασπρίση τας κλίμακας και την αυλήν, επαιδεύετο με τη σκούπατο χέρι, και δεν ηδύνατο να τελειώση. Διότι μόλις επλατσάνιζε κανέν σκαλοπάτι, να και ηκούετο ο θρήνος και ετρύπωνεν αμέσως η κόρη τρομασμένη. — Μα μου κάνουν κακό αυτά τα κλαύματα. Δεν ημπορώ να τα ακούω.

Το λοιπόν, πού τάχεις βάλη τα σανίδια; ηρώτησεν ο Πολύζος. — Εδώ τα είχα βαλμένα, στο κάτω σκαλοπάτι τ' ακούμπησα. — Πού είνε τα, το λοιπόν; — Πούν' τα; Να κοπή το χεράκι του όποιος τα πήρε. — Δεν σούπα εγώ, βλοημένη, να μην κάνης μισές δουλειές; Ή να καρτερέσης έπρεπε ν' αδειάσω, να τα κουβαλήσουμε το μουλάρι, ή, αφού τάφερες, νάκανες ακόμα έναν κόπον να τα πας ως μέσα στην Εκκλησιά.

Η ντόνα Έστερ όμως τον άρπαξε από το χέρι και η Νοέμι, που πήγαινε από πίσω του, έπεσε βαριά επάνω στον πάγκο, όπως η ντόνα Ρουθ, με τα μάτια κλειστά και το πρόσωπο μελανό. Εκείνος πήγε έξω, κάθισε στο σκαλοπάτι και έμεινε όλη τη νύχτα ακίνητος με το κεφάλι μέσα στα χέρια. Πριν την αυγή έφυγε για να πάει να βρει τον Τζατσίντο.

Το πράσινο χορτάρι, οι τριανταφυλλιές κ' οι μηλιές, το πουλί που πηδά και κάμνει σκαλοπάτι το κλαδί, ο ήλιος και το καλοκαίρι, αφτά μου αρέσουν κι αφτά ξέρω τώρα. Αφτά μου έμαθαν τι είναι η ζωή· αφτά είναι η ζωή· η ζωή μου είταν αφτά. Μου θυμίζουν τα παλιά τα χρόνια και για τούτο ταγαπώ. Αφτά μου απόμειναν κι άλλο τίποτις δεν έχω. Σα νάδειασε ο κόσμος με μιας.

Άξαφνα δε μπορεί πλιο, δε δύνεται, και κάθεται στο μαρμαρένιο σκαλοπάτι ενού παλατιού. Εκάθησε ν' ανασάνη· να ρουφήξη ακόμα λίγο ήλιο, λίγο αέρα, λίγη ζωή, μια στάλ' ακόμα, που της χρειάζεται σήμερα . . . Και χαμογελά, δεν παύει να χαμογελά, σαν να χαιρετά, σαν να στέλνη φιλήματα σ' όλα τριγύρω της.

Ακούεται κ' η φωνή της μάνας, οπώδενε τ' άλογο στον ταβλά. Και σύνωρα, πατήματα βιαστικά ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του απάνου σπιτιού. Ο Λάμπρος χάνει με μιας όλες τες προτερινές σκέψες του, τραβιέται αλλαξοπρόσωπος από το παραθύρι και πάει κατά την πόρτα. Μες το πρώτο σκαλοπάτι απαντάει το γιο του ανεβασμένον.

Με μεγάλον κόπον έσυραν προς τα επάνω τας δύο δεμένας κλίμακας και εστερέωσαν επάνω τα σχοινιά· έσπρωξαν της σκάλες επάνω προς τον προεξέχοντα βράχον και τας εκρέμασαν εκεί ελευθέρας και μετεώρους επάνω από την άβυσσον. Ο Ρούντυ ήτο ήδη καθισμένος επάνω εις το τελευταίον των σκαλοπάτι. Ήτο παγερά πρωία· σύννεφα ομίχλης ανέβαιναν επάνω από την ζοφεράν άβυσσον.