United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είμαι και γω δίχως ελπίδα· μα κοίταξε το βουνό, όχι όταν αστραποβολά και μουγγρίζει, διές το σαν πέρασαν αιώνες κ' ησύχασε πια. Έσβησε το καμίνι· λίγο λίγο στρώθηκε και πάγωσε το χώμα· η τρύπα η αναμμένη που βροντούσε, έκαμε πάτο βαθιά κάτω στη γις και δε σαλέβει. Σώπασαν όλα. Από τα σύννεφα απάνω πέφτουν πέφτουν οι βροχές κάθε μέρα. Ανεβαίνουν τα νερά και ξαπλώνουνται σιγά σιγά σα γαλήνη.

Στο βάθος μακρυά, η ξεφτισμένη κόκκινη ταινία όλο και ταραζότανε.. Άρχισε να μονολογεί: — Ρεύματα ανθρώπων και χείμαρροι και λίμνες και θάλασσες ανθρώπων ανακατεύονται και σπρώχνονται και συναντούνται και ανεβαίνουν στο Καπιτώλιο και χαμηλώνουν στα Τάρταρα. Τύμπανα και σάλπιγγες χτυπούν. Οδηγήσατε την χαράν εις τα στόματα των σαλπίγγων και προσαρμόσατε το μεθύσι στην μεμβράνα των τυμπάνων σας.

Ούτω γίνεται και εις την βουλήν του Αρείου Πάγου, η οποία δικάζει εδώ τας ποινικάς υποθέσεις. Όταν οι Αρειοπαγίται ανεβαίνουν εις τον βράχον και συνεδριάζουν διά να δικάσουν κανένα φόνον ή τραύμα εκ προμελέτης ή πυρκαϊάν, δίδουν τον λόγον και εις τους δύο διαδίκους και ομιλούν ο είς μετά τον άλλον, ο μεν κατηγορών, ο δε απολογούμενος ή διορίζουν δικηγόρους διά να ομιλήσουν αντ' αυτών.

ΖΕΥΣ. Ενοείς τους γυμνοσοφιστάς. Έχω ακούση πολλά περί αυτών και ότι ανεβαίνουν εις μεγάλην πυράν και υποφέρουν ατάραχοι να καίωνται, χωρίς να μετακινηθούν ή να δείξουν λιποψυχίαν. Αλλά τούτο δεν είνε και τόσον παράδοξον διότι και προ ολίγων ημερών είδα να γίνη το όμοιον εις την Ολυμπίαν. Υποθέτω δε ότι και συ θα παρίστασο, όταν εκαίετο ο γέρων εκείνος.

Αισθάνομαι ακόμη πόσον συμπαθητικόν μου ήτο, όταν για πρώτη φορά εισήλθα εκεί ακριβώς ένα μεσημέρι, είχα ελαφρόν προαίσθημα οποία σκηνή ευδαιμονίας και λύπης έμελλε να μου γίνη το δάσος αυτό. Εχάρηκα για μισή σχεδόν ώρα ακόμη τις φλογερές γλυκείες σκέψεις του αποχωρισμού, και του ξαναϊδωμού κατόπιν, όταν τους άκουσα να ανεβαίνουν προς το επάνω μέρος του περιβολιού.

Ήτον η φωνή του παιδιού του, μισοκομένη φωνή, βγαλμένη απ' αλαφιασμένα στήθια. — Τ' έπαθες μωρέ Φώτο; Ακούεται κ' η φωνή της μάνας, οπώδενε τ' άλογο στον ταβλά. Και σύνωρα, πατήματα βιαστικά ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του απάνου σπιτιού. Ο Λάμπρος χάνει με μιας όλες τες προτερινές σκέψες του, τραβιέται αλλαξοπρόσωπος από το παραθύρι και πάει κατά την πόρτα.

Τώρα ο πατέρας και ο νηός ο γυιός του νέο τραπέζι ετοιμάζουνε τρανό στου Παρνασσού τους βράχους, όπου σχίζονται και ανεβαίνουν ως τον ουρανό, — όπου ο Βάκχος ο θεός, κρατώντας της πεύκινες και δίφωτες λαμπάδες, της νύχτες ελαφρά χοροπηδάει μαζύ με της νυχτερινές Μαινάδες.

ΦΙΛ. Τι έπαθες, τρελλάθηκες; με στίχους της τραγωδίας ομιλείς προς τους φίλους σου; ΜΕΝ. Μη απορής, φίλε μου• διότι προ ολίγου ακόμη, ήμουν με τον Ευριπίδην και τον Όμηρον και χωρίς να το καταλάβω εγέμισα από στίχους, οι οποίοι αυτομάτως ανεβαίνουν εις το στόμα μου. Αλλά δεν μου λες πώς τα περνάτε εδώ εις την γην και τι γίνεται εις την πόλιν;

Αμέ τα βουνά που, όταν είναι κάτω κανένας, μέσα στη ρεματιά, σου φαίνεται κι ανεβαίνουν από κάθε μέρος σα θεόρατος τοίχος. Μου θυμίζουν εκείνα τα δημοτικά, τα παραμύθια, που κάθεται ένας δράκος και φυλάει θησαβρούς. Το ίδιο κ' η Θεσσαλία. Πλούσιος τόπος χωρίς δρόμους· παλάτι μάλαμα γεμάτο, μα που είναι από μέσα κλειδωμένο. Ποίηση και δέντρα όσα θέλετε.

Μα και μέρα βγαίνει και τότε κανείς δεν τονέ βλέπει, γιατ' είναι ντυμένος με του ήλιου τις αχτίδες και πιο φεγγερός από τον ήλιο. . .! Και πιο πέρα πιάνουν κάμποι κι άλλοι λόφοι, που πρασινίζουν απ' το Γεννάρη, πλατιά ξαπλωμένοι· κι ανεβαίνουν αγάλια-αγάλια όλοι μαζί αψηλά και με τον άσπρο δρόμο του Φαλήρου αντάμα, σα να τον πιάνουν απ’ το χέρι να τονέ σηκώσουν, ίσαμε το σπιτάκι· κ’ έπειτα τρέχουν πάλι όλοι μαζί τον κατήφορο ως πέρα στη θάλασσα.