United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάαινε καβάλα στάλογό του για τα Γιάννινα κι αυτός. Είχε πέσ' η κάψα. Είχε γήρει ο ήλιος. «Για σου Μπεϊλούλαγα» τον χαιρετάω. «Καλώς το Φώτο», μου λέει. «Για που ώρα καλή;» «Για τα Γιάννινα». «Κ' εγώ για τα Γιάννινα είμαι». «Ε, μαζί θα λα πάμε, καλή συντροφιά θάμεστε». Ύστερα με ρώτησε για τ' εσένα. Κατόπι μου γύρεψε καπνό από το μεσακό χωράφι.

Ειδεμή ξεντύσου τη φουστανέλα κ' έλα να σου δέσω το μαντήλι μου στο κεφάλι, να σου βάλω και τα σιγγούνια μου, και κάτσε εσύ εδώ να φυλάξης το ρημαδιακό μας. Για γυναίκα σου πρέπει εσένα σήμερα κι όχι γι' άντρας. Εγώ σηκώνομαι με το Φώτο και φεύγουμε. Για το πού 'νε το το ρωμέικο, ουδ' εδώ, στην Άρτα.

Δε θα λα τον λησμονήσω ποτές το Φώτο μου, μούλεγε, τι μώχει κάψει του μαύρου την καρδιά με το θάνατό του. Και κατά την παραγγολή που μ' άφινε στο ψυχομάχημά του, θα λα ξεθάψω μια μέρα τα κοκκαλάκια του και θα λα τα πάω στο Σούλι, γιατ' ο καϋμός του Σουλιού εστάθηκε θάνατός του. — Κι ο καϋμός της Χάιδως. Είπα γω με το νου μου.

— «Αχ! αδερφούλη μου, Φώτο! Εγώ σε γύρευα ανάμεσα στους ζωντανούς, και συ βρίσκεσαι ανάμεσα στους πεθαμένουςΛέγοντας αυτά ξαπλώθηκε ψηλά στο χορταριασμένο μνήμα, κλαίοντας και μύροντας, σα μικρό παιδί. Κανένας δε ζύγωσε να τον παρηγορήση, για μια τέτοια μεγάλη δυστυχία. Έκλαιγαν κι' άλλοι γύρα του σκυμμένοι σε φωτισμένα μνήματα, αλλά καθένας έκλαιγε τον πόνο του.

Πού να φύγουμε και πού να πάμε; Τ' ήταν αυτό που μας έκαμες, μπρε παιδί μου. Αμ' εγώ δεν έχω τρεις μήνους που βήκ' από τα σίδερα και τώρα πάλε για τα μπουτρούμια με ξεκινάς, μωρέ Φώτο; Κι' ο δόλιος πατέρας έκρυψε στα δυο του χέρια το πρόσωπο σα νάκλαιγε. Τότες η μάνα τίναξε περήφανα, σαν τη λιόντισσα, το κεφάλι κατ' αυτόν και του λέει με καταφρονητικό πικρόγελο.

Είχε αγριεμένα τα μαλλιά, δίχως σκούφια, φλογισμένα τα μάτια, πρόσωπο ιδρωμένο κατάμαυρο από τον κορνιαχτό. Και κράταε στα χέρια του ένα τουφέκι μαρτίνι και μιαν αρμάθα φουσέκια. — Τ' έπαθες, μωρέ Φώτο; Το ρώτησε κι ο Λάμπρος. — Σκότωσα! . . σκότωσα το Μπεϊλούλαγα, Λάμπρο! Είπε βροντερά κι άφοβα το δεκαοχτώχρονο παλληκάρι, κ' εμπήκε μ' ορμή μες το σπίτι.

Κλαις, ωρέ χαντακωμένε Λάμπρο, κλαις; Δεν είσ' εσύ, πώχεις φάει δέκα τούρκους με τα χέρια σου ως τα τώρα, ωρέ Λάμπρο, και γιατί πάει κι ο Μπεϊλούλαγας σήμερα κλαις σαν το μικρό το παιδί και μαλώνεις το Φώτο; Αν μας το σκότωνε το παιδί ο σκύλλαρος, τι θα να γενόμασταν εμείς τότες, ωρέ καϋμένε; Άιντε να φύγουμε γλήγορ' απόψε.

Μες το πρώτο σκαλοπάτι απαντάει το γιο του ανεβασμένον. Είχε αγριεμένα τα μαλλιά, δίχως σκούφια, φλογισμένα τα μάτια, πρόσωπο ιδρωμένο κατάμαυρο από τον κορνιαχτό. Και κράταε στα χέρια του ένα τουφέκι μαρτίνι και μιαν αρμάθα φουσέκια. — Τ' έπαθες, μωρέ Φώτο; Το ρώτησε κι ο Λάμπρος. — Σκότωσα!.. σκότωσα το Μπεϊλούλαγα, Λάμπρο!

Κλαις, ωρέ χαντακωμένε Λάμπρο, κλαις; Δες είσ' εσύ, πώχεις φάει δέκα τούρκους με τα χέρια σου ως τα τώρα, ωρέ Λάμπρο, και γιατί πάει κι ο Μπεϊλούλαγας σήμερα κλαις σαν το μικρό παιδί και μαλώνεις το Φώτο; Αν μας το σκότωνε το παιδί ο σκύλλαρος, τι θα να γενόμασταν εμείς τότες, ωρέ καϋμένε; Άιντε να φύγουμε γλήγορ' απόψε.

Πού να φύγουμε και πού να πάμε; Τ' ήταν αυτό που μας έκαμες, μπρε παιδί μου. Αμ' εγώ δεν έχω τρεις μήνους που βήκ' από τα σίδερα και τώρα πάλε για τα μπουτρούμια με ξεκινάς, μωρέ Φώτο; Κι ο δόλιος πατέρας έκρυψε στα δυο του χέρια το πρόσωπο, σα νάκλαιγε. Τότες η μάνα τίναξε περήφανα, σαν τη λιόντισσα, το κεφάλι κατ' αυτόν και του λέει με καταφρονητικό πικρόγελο.