United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτον η φωνή του παιδιού του, μισοκομένη φωνή, βγαλμένη απ' αλαφιασμένα στήθια. — Τ' έπαθες μωρέ Φώτο; Ακούεται κ' η φωνή της μάνας, οπώδενε τ' άλογο στον ταβλά. Και σύνωρα, πατήματα βιαστικά ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του απάνου σπιτιού. Ο Λάμπρος χάνει με μιας όλες τες προτερινές σκέψες του, τραβιέται αλλαξοπρόσωπος από το παραθύρι και πάει κατά την πόρτα.

Κι' αυτός ανεβασμένος στο σπίτι για να πιή το ρακί ύστερ' από τ' ολόβολο μεροδούλι του, ακούμπησε στο παραθύρι για λίγο, και κυττάζοντας από κει τα βουνά απάνου ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάστηκε αγάλια αγάλια. Ξάφνου γροικάει στην αυλή φωνή. — Μάνα, . . . πούνε ο Λάμπρος; Ήτον η φωνή του παιδιού του, μισοκομένη φωνή, βγαλμένη απ' τ' αλαφιασμένα στήθια. — Τ' έπαθες μωρέ Φώτο;

Είχε γήρει ο ήλιος. «Για σου Μπεϊλούλαγα» τον χαιρετάω. «Καλώς το Φώτο», μου λέει. «Για πού ώρα καλή;» «Για τα Γιάννινα». «Κ' εγώ για τα Γιάννινα είμαι». «Ε, μαζί θα λα πάμε, καλή συντροφιά θάμεστε». Ύστερα, με ρώτησε για τ' εσένα. Κατόπι μου γύρεψε καπνό από το μεσακό χωράφι. Τώδωκα καπνό και πααίναμ' έτσι κουβεντιάζοντας το δρόμο δρόμο, αυτός μπροστά κ' εγώ παραπίσω.

Ξύπνησαν όλοι, όσοι είταν χριστιανοί, ξύπνησε κι' ο Γιάννης, σα χριστιανός που είταν κι' αυτός, και πάη μαζί με τους πολλούς, σε μια από τες πολλές εκκλησιές της πολιτείας. Παρεκύτταξε όλους τους ανθρώπους, που είταν σ' αυτήν την εκκλησιά, αλλά δεν του ώμοιαζε κανένας για τον αδερφό του, το Φώτο. Απέκει πάη σ' άλλην εκκλησιά, αλλά κ' εκεί τίποτε.

Ειδεμή ξεντύσου τη φουστανέλα κ' έλα να σου δέσω το μαντήλι μου στο κεφάλι, να σου βάλω και τα σιγγούνια μου, και κάτσε εσύ εδώ να φυλάξης το ρημαδικό μας. Για γυναίκα σου πρέπει εσένα σήμερα κι όχι γι' άντρας. Εγώ σηκώνομαι με το Φώτο και φεύγουμε. Για το πού 'νε το Ρωμέικο, ουδ' εδώ, στην Άρτα.

Δε θα λα τον λησμονήσω ποτές το Φώτο μου, μούλεγε, τι μώχει κάψει του μαύρου την καρδιά με το θάνατό του. Και κατά την παραγγολή που μ' άφινε στο ψυχομάχημά του, θα λα ξεθάψω μια μέρα τα κοκκαλάκια του και θα λα τα πάω στο Σούλι, γιατ' ο καϋμός του Σουλιού εστάθηκε θάνατός του. — Κι' ο καϋμός της Χάιδως. Είπα γω με το νου μου.