United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στα χέρια μου σ' αυτό το δεσμωτήριο δεμένο να σ' αφίσω είνε, ή τώρα που η Θεσσαλονίκη κοιμάται σκοτεινή, να κάνω την πειο φωτεινή να λάμψη αύριο για σένα μέρα. Καταλαβαίνεις τι σου λέγω πέρα ως πέρα, οι λεγεώνες του Ιλλυρικού είνε δικοί μου. Στην προσταγή μου ο Στρατηγός των ο Μαξέντιος, πούνε τρελλός για μένα, θα ξαμολύση τα δασκαλεμένα πλήθη των οπλιτών. Φτάνει να το θελήσω.

'Δές τι βαθυά που χώθηκαν οι αδραχτυλίδες μέσα! Το δαμαλάκι διώχνοντας, που κακό ψόφο νάχη, πλήγωσα το ποδάρι μου. Είδες πούνε ταγκάθι; ΚΟΡΥΔΩΝ Τώπιασα με τα νύχια μου· να, κύτταξέ το, Βάττε. ΒΑΤΤΟΣ Πόσο μικρό ταγκύλωμα και πόσο πόνο κάνει! ΚΟΡΥΔΩΝ Μην τρέχης, Βάττε, στο βουνό ξυπόλυτος ποτέ σου, γιατί φυτρώνουν παλουριές κι ασπαλωθιές κι αγκάθια.

Τρέχα συ τότες γύρευε δίκιο, θα χαμογελάσουν οι άλλοι, και θα σου πούνε να περάσης κι από τη δική τους τη γειτονιά. Όσο για τον Αγά, αυτός θα σου δώση να καταλάβης καταπού πέφτει το μαξιλαράκι του μιντεριού του. Και συ τότες, εκεί που του συντυχαίνεις, ανασηκώνεις το μαξιλάρι, και κρύβεις από κάτω ένα πουγγί. Κατά το βάρος του μαγεμένου πουγγιού θα είναι και το δίκιο σου.

Περνάει τον κάμπο, κ' έρχεται 'ςτής ποταμιάς τα δέντρα. Φαίνεται μαύρο τ' άλογο και νηός ο καββαλλάρης, Διαβαίνει και την ποταμιά και ρίχνεται 'ςτόν πύργο. Ακούγεται το χνώτο του και η ποδοβολή του... 'Στό δάσος το χιονόστρωτο πούνε μπροστά απ' τον πύργο Μπαίνει σαν φείδι και περνά, και σταματά 'ςτήν πόρτα.

Τρελλοί, τι κέρδος απ' το βιος πούνε βαθιά κρυμμένο; κανένα.

Δεν περίμενε, φαίνεται, τη βεβαιωτική απάντηση κέκαμε μικρό ανατίναγμα. Έπειτα έμεινε συλλογισμένη για κάμποσες στιγμές. — Και σούφερε ο κιρατζής το χαιρετισμό που σέπεψα; — Τα κουλουράκια; Ναι. — Τα ζύμωσα με τα χέρια μου, για να σου πούνε κιαυτά την αγάπη που σούχω, Γιωργή μου. — Κεγώ σούγραφα γράμματα. — Γράμματα; είπε με χαρούμενη έκπληξη, που αμέσως γύρησε σ' ανησυχία.

Αν είσαι ανδρειωμένη Καιτο παλάτι πας γοργά, πριχού διαγείρη ο Ήλιος Και μπης ως μέσα αθώρητη καιτο χαμώι κατέβης, Πούνε τ' αθάνατο νερό που λούει το θείο κορμί του Κάθε βραδούλα πώρχεται κι' αυγή που ξεκινάει, Κι' αν πάρης μέσ' 'ς τα χέρια σου και βγης κι αράδα-αράδα. Τα βουβαμένα, τ' άλαλα τα μάρμαρα ραντίσης Και ιδής να λάβουνε ζωή, να κρίνουν να ξυπνήσουν, Τότε χαράεσένανε.

Τα στρουγγολίθια, τα κλαριά, μπροστά του ζωντανέψαν Κ' έγειναν όλ' αφεντικά κι' ανθρωπινά του κρέναν: — Λάμπρε, πούνε τα ζωντανά; Λάμπρε, πούνε το βιο μου; — Ο Λάμπρος αλλοφρένιασε κ' έχασε τα ύπατά του. — Ω συμφορά, που μ' έσυρες άστοχε λογισμέ μου! Πάτησα αφεντικού ψωμί κ' έχασα και το βιο του! Είνε το κρίμα μου βαρύ σαν το βουνό του Σμόλκα, Το κρίμα πώκαμα ο ζαβός μες το βρασμό της νιότης.

Μα πιθυμούσα να έκανες και συ το ίδιο απέναντί μου. Ένοιωσα πάντα λύπη γιατί δεν το έκανες. Είδα πως σ' όλα αυτά είτανε κάτι που τη βασάνιζε περσότερο παρότι μπορούνε να το πούνε λόγια. Μα δε μάντεψα τι είτανε. — Νόμιζα πάντα πως ήθελες να είμαι όμοια με σένα, είπε. Έτσι νόμιζα και το είπα και σ' άλλους. Όταν πίστευα πως δεν μπορούσα να μιλώ μαζί σου, μιλούσα με ξένους.

Ο λοστρόμος με τους άλλους ναύτες σήκωσαν σιγά-σιγά τον καπετάνιο και τον φόρτωσαν στον ώμο του Γερο-Φλώκου, ρίχνοντας του απάνω την κόκκινη τσέργα. Ο Μοναχάκης βογγούσε: «Αγάλια! αγάλια παιδιά! αγάλια και πονώ». Και πιάστηκε από το λαιμό του ναύτη. — Στο Κυρατσώ, καπετάνιο, να σε πάω στο Κυρατσώ την αδερφή σου, πούνε σιμά το σπίτι. — Κουράγιο, Μοναχάκη. Δεν έχεις τίποτε.