United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Γιάννης ο Σερέτης φρεσκοξυρισμένος, χτενισμένος, με τη φορεσιά του την καινούρια, που την έβανε μόνο στης επίσημες ημέρες, με μαύρο μεταξωτό μαντήλι στο λαιμό, ναυτικά δεμένο και με το καλό του φέσι με το ανοιχτόχρωμο, μπιμπιλωμένο μαντήλι περίγυρα και η γνωστή μας χήρα, η παχουλή και αφράτη, η συδέκνισσα του παππά Συνέσιου με την πιο καλή της φορεσιά.

Έβλεπε λοιπόν τον εαυτόν της δεμένο για πάντα με τον άνδρα, του οποίου εγνώριζε την αγάπη και την πίστη, στον οποίον ήτανε αφωσιωμένη με την καρδιά της, του οποίου η ησυχία, του οποίου η πίστη εφαίνετο ότι ωρίσθηκε επίτηδες από τον ουρανό για να θεμελιώση στην ευτυχία της ζωής της μιαν αγαθή γυναίκα· αισθανότανε τι θα ήταν αυτός πάντοτε σ' αυτήν και τα παιδιά της.

Από στερηά και πέλαγο το ζώνουν ολονένα, Πώς ζώνουν τ' Άστρο σύγνεφα βαρηά και πυκνωμένα, Κι' από τα παλληκάρια του γερεύουν τα κλειδιά. Άστρο κ' εκείνο ήτανε τότες για την Πατρίδα, Για την Ελλάδα έλαμπε χρυσή εκείνο ελπίδα. Χρόνος ακέρηος πέρασε που τώχουνε κλεισμένο, Και τον γυρεύουν τα κλειδιά, το θέλουνε δεμένο. Όσο κι αν έχηςτη σπηληά κλεισμένο το λιοντάρι, Δεν τώχεις καιτα χέρια σου.

Μα ο Θεός το κατέει πως α δε δουλεύγω και καματερές και σκόλες, δε θα προφτάνω να μπουκόνω τσαγάδες, να μαφήνουνε να ζω. Η Σιφογιάννενα είχε ανάψει φωτιά κ' ετοιμαζότάνε να μαγειρέψη. Δίπλα της στην πυροστιά ήτο ένα κιούπι, σκεπασμένο και δεμένο με πανί. — Κ' είντα χαζιρεύγεσαι να μαγερέψης; ρώτησε ο Σιφογιάννης. — Σύγλυνα . Αυτά που μούπεψε τσι προημερνές η συντέκνισα απού το Λασίθι.

Όμως τον εκρατούσαν σφιχτά δεμένο 'ςτην τιμιότη της τέχνης του τα λόγια του «μπαμπά» όπως τον έλεγε τον τούρκο προβατάρη γείτονά του, που του θυμούσαν τα περασμένα παθήματά του. Πολλές φορές γύριζα κ' εγώ από το γάλα 'ςτον καφενέ τ' Αζώηρου, τ' ανοιξιάτικα αυγερινά, που ανέβαινα 'ςτο βουνό χαράματα.

Και φιλενάδα του πιστή εχτέςτη Χαλκομμάτα Τώστρωσε δάφναις να διαβή... Αν έσφιγγε τα φρύδιατο θέλημά του η Αρβανιτιά με τρόμο επροσκυνούσε Κρατείτα χέρια του σφιχτά δεμένο το λειοντάρι. Που τούχε φράξη τα Θερμιά... Γιατί, γιατί θα νάναι Πάντοτε ίσκιος κι' όχι φως;.... Μ' αυτούς που πολεμούσε Γνωρίζει ότι τον έδεναν, παληαίς αδερφοσύναις.

Και μη βρίσκοντας τίποτα φαγώσιμο στην αμμουδιά, επήγαν τα πιο ζωηρά κοντά στο καΐκι και κατάφαγαν τη χλωρή λιγαριά, που με δαύτη ήτανε δεμένο. Ήτανε και λίγη φουσκοθαλασσιά, επειδή είχε σηκωθή άνεμος από τα βουνά. Κ' έτσι, όντας λυμένο το καΐκι, γλήγορα το συνεπήρεν η κυματοσυρμή και τόφερεν ανοιχτά στο πέλαγο.

Εκεί έφκολα άτι, σ' άμαξα καλόροδη δεμένο, δεν έμπαινε, μα βλέπανε, πεζοί αν θα κατορθώσουν.

Κ ρ ι ά ρ ι, Α ρ ν ά δ α, Γ ο υ ρ ο ύ ν ι και Γ ά ι δ α ρ ο ς. Τρία ζώα ανταμομένα Σ' έναν Γάιδαρο βαλμένα Κάπιος είχε ξεκινήση Σε μια χώμα να πουλήση. Στη ζερβιά από το σαμάρι 1075 Ένα ήμερο Κριάρι, Και μια Αρνάδα από τη δέξια Φορτομένα είχ' επιδέξια. Αποπάνω και στη μέση Δίπλα πάλι είχε αποθέσει 1080 Γουρουνόπουλο θρεμμένο, Μ' αλαφρό σκοινί δεμένο.

Στα χέρια μου σ' αυτό το δεσμωτήριο δεμένο να σ' αφίσω είνε, ή τώρα που η Θεσσαλονίκη κοιμάται σκοτεινή, να κάνω την πειο φωτεινή να λάμψη αύριο για σένα μέρα. Καταλαβαίνεις τι σου λέγω πέρα ως πέρα, οι λεγεώνες του Ιλλυρικού είνε δικοί μου. Στην προσταγή μου ο Στρατηγός των ο Μαξέντιος, πούνε τρελλός για μένα, θα ξαμολύση τα δασκαλεμένα πλήθη των οπλιτών. Φτάνει να το θελήσω.