Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Ο βασιλεύς το ήκουσε και του εφάνη ότι ωσάν να είχαν δίκαιον, αλλά εσυλλογίσθη ότι δεν έπρεπε να διακοπή η τελετή. Εξηκολούθησε λοιπόν τον δρόμον του, και οι αυλικοί του απ' οπίσω εκρατούσαν σφικτά την ουράν του μανδύου, χωρίς να υπάρχη ούτε μανδύας ούτε ουρά. Η εξοχή ήτο εις όλην της την ωραιότητα. Ήτο καλοκαίρι, και εις τα χωράφια το σιτάρι εκιτρίνιζε.
Αλλ' ευθύς που εξημέρωσεν, είδαμεν τον άγριον Κύκλωπα τυφλόν, με άλλους δύο ομοίους του, που τον εκρατούσαν φέροντές τον προς το περιγιάλι, συντροφιασμένους από ένα πλήθος παρομοίων κυκλώπων αρσενικών και θηλυκών, καθώς εδιακρίνοντο από το σχήμα και από τα σημεία, οι οποίοι όλοι έτρεχον με μεγάλην ορμήν, άλλοι έμπροσθεν και άλλοι όπισθεν.
Άλλοι εξ αυτών έφερον σάκκους πλήρεις, άλλοι εκρατούσαν ως ράβδους υψηλά κοντάρια, κ' η τσέπες των αμπαδένιων επανωφορίων και περισκελίδων των, εφαίνοντο κάπως φουσκωμένες. Είχαν βγάλει από τα κοντάρια τους γάντζους και τα καμάκια, και τα έφερον εις της τσέπαις των, ίσως διά να μη δίδουν υποψίας. Δύο εκ τούτων εκράτουν ανά μίαν απόχην, και άλλοι εβάσταζον κουβαριασμένα χονδρά σχοινία, πισσωμένα.
Εκρατούσαν αυτά έως εις ένα λάκκον ενός κάστρου, που εφαίνονταν απέναντι· εκείνο το κάστρον του οποίου τα τείχη ήτον από χρυσίον, και τα μπεντένια από πετράδια μου αύξαιναν το θαυμασμόν καθώς το επλησίαζα.
Κάποιος μ' επήρε κατά λάθος και είπε: «Θα την περάσω εις τα σκοτεινά» Κ αι με επέρασε την νύκτα εις άλλον, ο οποίος την ημέραν με ύβριζε: «Δεν είναι καλή, έλεγε, Να την ξεφορτωθώ μίαν ώραν αρχύτερα.» Ήτο γενική κατακραυγή εναντίον μου, και έτρεμα εις τα δάκτυλα τα οποία με εκρατούσαν, οπότε επρόκειτο να περάσω διά νόμισμα του τόπου όπου ευρισκόμην, η πτωχή!
Ο Ρούντυ τα άκουγε προσεκτικά με περιέργειαν, αλλά χωρίς καθόλου φόβον, — δεν τον ήξευρε τι πράμμα είναι· και εκεί που άκουγε, του εφάνηκε 'σάν να άκουγε το δαιμονικόν υπόκωφον μούγκρισμα· ναι, εγίνετο περισσότερο ακουστόν, το άκουγαν ακόμη και οι άνδρες, εκρατούσαν την ομιλίαν των μέσα των, ενέτειναν την ακοήν των, και έλεγαν εις τον Ρούντυ πως δεν πρέπει να κοιμηθή.
Ήσαν αδελφοί και οι είκοσι πέντε, διότι εγεννήθησαν όλοι από μίαν χουλιάραν. Εκρατούσαν τα τουφέκια των επ' ώμου, και έβλεπαν εμπρός των ορθοκαταίβατοι! Η στολή των ήτο λαμπρά, κόκκινη και πράσινη. Αι πρώται λέξεις τας οποίας ήκουσαν, όταν εξεσκεπάσθη το κουτί όπου εκοιμώντο, ήσαν: «Στρατιώται μολύβδινοι!» Έν παιδάκι έλεγεν αυτάς τας λέξεις και εκτυπούσε τα χέρια του από ευχαρίστησιν.
Και καθώς εγώ επιθυμούσα διά να ιδώ καταλεπτώς αυτήν την τάξιν, με πολλήν κόπον επήγα σιμά εις την καλύβαν, διά να ιδώ τα πάντα, εμέτρησα εκεί περισσότερον από τριάκοντα ιερείς, οι οποίοι εκρατούσαν εις τας χείρας των από ένα βιβλίον, και άρχισαν να προσεύχωνται αναμένοντες εκείνην, που ήθελε να γένη θυσία.
— Έτοιμος είμαι, είπεν ο βασιλεύς. Με πηγαίνουν καλά τα φορέματά μου; Και εγύρισε πάλιν εις τον καθρέπτην διά να δείξη ότι τα έβλεπε και του ήρεσαν. Οι αυλικοί, οι οποίοι είχαν χρέος να σηκώνουν την ουράν του βασιλικού μανδύου, έσκυβαν τα χέρια εις το πάτωμα, ωσάν να εσήκωσαν τας άκρας του φορέματος, και επήγαιναν κατόπιν από τον βασιλέα, και εκρατούσαν τον αέρα.
Ο βασιλεύς της Δαμασκού, ο μυστικός του, και ο βεζύρης του, εκρατούσαν τους οφθαλμούς τους στερεούς επάνω εις τον Ορμώζ, και δεν ημπορούσαν να συνέλθουν από την έκστασίν των.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν