Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Ω! Τι ευτυχισμένο το αηδόνι, λέει, λέει αδιάκοπα ό,τι θέλει, διατί να μη ζητήσω να γίνω αηδόνι εξ αρχής. Καλή Νεράιδα, παρεκάλεσε τώρα, κάμε με αηδόνι, πώς να μείνω πάντα βουβή· και εκτυπούσε τόσο δυνατά τα πτερά της, ώστε θα τα έσπαζεν, αν η Νεράιδα δεν την ήγγιζεν. Ύψωσε πάλιν την βέργα της, άστραψε τόσον, ώστε να πονέσουν τα μάτια της Ανθούλας.

Βιασμένος λοιπόν από την πείναν, και ανυπόμονος διατί δεν του έφερναν ογλήγορα καθώς εποθούσεν, εκτυπούσε τους πόδας του κατά γης, και έτριζε τα δόντια του γυρίζοντας τους οφθαλμούς του εις τρόπον που έκανεν εις όλους φόβον. Τέλος πάντων βλέποντας να του φέρουν το φαγί που επιθυμούσεν, ευθύς ερρίχθη επάνω του με με μίαν προθυμίαν, που μας εθαύμασε.

Ήσαν αδελφοί και οι είκοσι πέντε, διότι εγεννήθησαν όλοι από μίαν χουλιάραν. Εκρατούσαν τα τουφέκια των επ' ώμου, και έβλεπαν εμπρός των ορθοκαταίβατοι! Η στολή των ήτο λαμπρά, κόκκινη και πράσινη. Αι πρώται λέξεις τας οποίας ήκουσαν, όταν εξεσκεπάσθη το κουτί όπου εκοιμώντο, ήσαν: «Στρατιώται μολύβδινοιΈν παιδάκι έλεγεν αυτάς τας λέξεις και εκτυπούσε τα χέρια του από ευχαρίστησιν.

Η Μπαμπέττα ήκουσε και παρετήρησε έξω διά των λεπτών παραπετασμάτων του παραθύρου της· όταν όμως είδε τον λευκοφορεμένον άνδρα και εσκέφθη ποίος είναι, εκτυπούσε η καρδούλα της από φόβον, αλλά και από θυμόν. Έσβυσε τάχιστα το φως, εδοκίμασε αν όλοι οι σύρται των παραθύρων ήσαν βαλμένοι, και τον άφησε τώρα να κουκουβαγιάζη και να βουίζη όσον ήθελε.

Τότε ο υιός του Αχιλλέως πέφτει κτυπημένος εις τα πλευρά από το σπαθί ενός των κατοίκων των Δελφών, βοηθουμένου από πολλούς άλλους. Όταν τον είδαν να πέφτη κάτω άλλος τον εκτυπούσε με το όπλον, άλλος με πέτραν, και το ωραίον του σώμα παρεμορφώθη από τα άγρια τραύματα. Νεκρόν πλέον, τον επήραν από κοντά από τον βωμόν που είχε πέση και τον επέταξαν έξω από τον ναόν.

Ξαναφώναξε: — Εγώ; Εγώ; Πώς μπορώ να είμαι εγώ; — Ο ήχος εφαίνετο πώς ήρχετο από έξω, παρετήρησεν ένας από τους αυλικούς. Φαντάζομαι πως θα ήτο ο παπαγάλος εις το παράθυρον, και εκτυπούσε το ράμφος του εις τα σιδηρά σύρματα του κλωβού του.

Όχι, δεν το κόπτω, είπε το άλλο. Θα στολίση το κλουβί. Και έβαλαν τα παιδιά μέσα εις το κλουβί το χώμα με το χόρτον και με το χαμόμηλον. Αλλά το πουλάκι έκλαιε την ελευθερίαν του, και εκτυπούσε με τα πτερά του τα σύρματα της φυλακής του. Το δε χαμόμηλον ήθελε να το παρηγορήση, άλλα δεν είχε φωνήν να λαλήση. Και επέρασεν ώρα πολλή και ενύκτωνε. — Δεν έχω νερόν! είπεν η κίχλα.

Όταν ο γιατρός ήρθε στον δυστυχή, τον βρήκε χάμω χωρίς ελπίδα να σωθή· ο σφυγμός εκτυπούσε, τα μέλη του ήσαν όλα παραλυμένα. Είχε μια σφαίρα στο κεφάλι πάνω από το δεξί μάτι, τα μυαλά του ήσαν πεταμένα έξω· ως εκ περισσού του άνοιξε μια φλέβα στο βραχίονα, το αίμα έρρεε ανέπνεε ακόμη.

— Ω τι δυστυχία! έλεγεν ο ξενοδόχος, και εκτυπούσε τα χέρια του. Μ' επήρεν ο θυμός! Αγαπητέ μου Κλώσε, δι' όνομα θεού! μη με καταδώσης, και σου δίδω έν κοιλόν χρήματα, και σου θάπτω την νόναν σου με όλην την παράταξιν, ωσάν νη ήμην εγώ εγγονός της. Ο μικρός Κλώσος λοιπόν εκέρδισε και άλλο κοιλόν χρήματα, ο δε ξενοδόχος του έθαψε την νόναν του καθώς υπεσχέθη.

Τα βιολιά εγρατσούνιζαν, το τύμπανον εκτυπούσε δυνατώτερα, τα τρομπόνια εμυκώντο καθώς οι ταύροι του Φαλάρητος εν μέσω των φλογών και η σκηνή καθισταμένη κατά το μάλλον και ήττον θορυβωδεστέρα, εφ' όσον ηυξάνετο η επίδρασις του οίνου, μετεβλήθη εις πανδαιμόνιον. Κατά το διάστημα αυτό ο κ.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν