United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ήλιος εζέσταινεν όλα τα άνθη τον κήπου εκείνου, μεγάλα και μικρά, και εμεγάλωνε το χαμόμηλον, έως ότου μίαν αυγήν ήνοιξε και ήπλωσεν έν στεφάνι από κάτασπρα φύλλα τριγύρω εις ένα μικρόν κίτρινον ήλιον, τον οποίον είχεν εις την μέσην.

Την εχώριζεν από τον δρόμον ένας ξύλινος φράκτης χρωματισμένος. Μεταξύ δε του φράκτου και της οικίας ήτο έν ωραίον περιβολάκι γεμάτον από άνθη, και εις μίαν του άκραν είχε φυτρώσει έν μικρόν χαμόμηλον εις την μέσην του καταπρασίνου χόρτου.

Έφυγαν όλοι και δεν εσυλλογίσθησαν να μου βάλουν νερόν. Ο λαιμός μου είναι κατάξηρος και με καίει. Πότε παγώνω και πότε ανάπτω. Ω! θ' αποθάνω! θ' αφήσω τον ήλιον και την πρασινάδα και όλα τα ωραία πλάσματα του Θεού! Και έχωσε την μύτην τον εις το χόρτον να δροσισθή, και τότε είδε το χαμόμηλον και το εχαιρέτισε γλυκά και είπε: — Και συ εδώ θα μαρανθής, κακόμοιρον άνθος!

Και εχαίρετο το χαμόμηλον όταν ήκουε την κίχλαν να λέγη με το κελάδημά της όσα εκείνο το πτωχόν δεν είχε φωνήν να εκφράση· και δεν εζήλευεν ότι δεν ημπορούσε και εκείνο να πετάξη και να κελαδήση, αλλά ήτο ευχαριστημένον με ό,τι έβλεπε τριγύρω του, με τον ήλιον και με το φως και με την ζέστην.

Το χαμόμηλον ήκουε και ελυπείτο και ήθελε να βοηθήση την δυστυχισμένην κίχλαν. Αλλά τι να κάμη; Δεν εσυλλογίζετο ούτε την ζέστην του ηλίου, ούτε την ωραιότητα των άλλων ανθών, ούτε τίποτε άλλο. Ο νους της ήτο εις το σκλαβωμένον πουλάκι. Εκεί ήλθαν εις το περιβόλι δυο αγόρια. Το έν εκρατούσε το μεγάλον ψαλίδι, το οποίον είχε χθες η νέα.

Το μικρόν χαμόμηλον δεν εφαντάσθη ότι η ζωή του θα περάση καταφρονημένη, χωρίς κανείς να γυρίση να το ιδή, αλλά εζούσε ευχαριστημένον, έβλεπε τον ήλιον όλην την ημέραν και ήκουε την κίχλαν να κελαδή και να σχίζη τον αέρα.

Επί τέλους εγύρισε με συστολήν να ιδή τι λέγουν τα άλλα άνθη διά την τιμήν και την ευτυχίαν της επισκέψεως της κίχλας. Οι λαλέδες εστέκοντο ακόμη πλέον τεντωμένοι από πριν, και ήσαν κατακόκκινοι από τον θυμόν των. Αι δε δενδρομολόχαι εζάρωναν, και αν είχαν φωνήν θα έκαμναν απ' ασπρού το ταπεινόν χαμόμηλον.

Αντί όλου του έξω κόσμου, τον οποίον είχα ιδικόν μου, μου έφεραν εδώ αυτό το χορτάρι και σε μαζή! Αχ, μ' ενθυμίζεις τι έχασα! Κάθε σου φύλλον μου είναι έν άνθος, και κάθε χόρτον μου είναι έν δένδρον. — Ας ημπορούσα να την παρηγορήσω, έλεγε μέσα του το χαμόμηλον. Εν τούτοις ενύκτωσε, και δεν ήλθε κανείς να ποτίση το φυλακισμένον πουλάκι.

Ενώ έλεγεν αυτά το χαμόμηλον, ιδού διά μιας η κίχλα εκατέβη και εκάθισεν, όχι εις τας δενδρομολόχας και τα άλλα άνθη, αλλ' εις το χόρτον κοντά εις το χαμόμηλον, το οποίον τα έχασεν από την χαράν του και δεν ήξευρε πως να εξηγήση αυτήν την επίσκεψιν.

Το πουλάκι εχόρευε γύρω εις το χαμόμηλον και εκελαδούσε και έλεγε: — Τι μαλακόν είναι το χορτάρι! και τι ωραίον το μικρόν τούτο άνθος με την χρυσήν του καρδίαν και τα αργυρά του φορέματα! Το χαμόμηλον ήτο καταευχαριστημένον· το πουλάκι το εφιλούσε, του εκελαδούσε, και έπειτα επέταξε πάλιν εις τον αέρα. Επέρασεν αρκετή ώρα διά να συνέλθη το χαμόμηλον.