United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εχαίρετο το χαμόμηλον όταν ήκουε την κίχλαν να λέγη με το κελάδημά της όσα εκείνο το πτωχόν δεν είχε φωνήν να εκφράση· και δεν εζήλευεν ότι δεν ημπορούσε και εκείνο να πετάξη και να κελαδήση, αλλά ήτο ευχαριστημένον με ό,τι έβλεπε τριγύρω του, με τον ήλιον και με το φως και με την ζέστην.

Ξανθός παις, με γαλανά ματάκια, άσπρος κάτασπρος, σαν τον πατέρα του τον μπάρμπα-Χιονάν, κατά της καλλονής του οποίου εφαντάζετο, ότι ενέδραν φοβεράν είχε στήσει η αδυσώπητος θάλασσα. — Για την θάλασσαν σ' έχω εγώ; Ανεστέναζε πολλάκις η χήρα. Και όσον εμεγάλωνε, τόσον ηύξανε και ο προς την θάλασσαν έρως του. Τίποτε άλλο δεν εζήλευεν εις αυτόν τον κόσμον ο Μανώλης της Αλτανούς από την θάλασσαν.

Την αγαπώ με όλην μου την ψυχήν! Ο Κ. Πλατέας ήκουσε την εξομολόγησιν με αόριστόν τι αίσθημα ηθικής στενοχωρίας. Ελυπείτο βλέπων την βαθείαν συγκίνησίν του φίλου του, τον εζήλευεν ίσως ολίγο διά το προξενούν την ταραχήν του αίσθημα, ηπόρει πώς δεν του εξεμυστηρεύθη προ της σήμερον τον έρωτά του, ηγανάκτει δε κατά του εαυτού του πώς να μη τον εννοήση και άνευ της εξομολογήσεως.

Προς κατανόησιν της εκδικήσεως ταύτης πρέπει να είπωμεν, ότι η τόσον σεμνή εκείνη παρθένος, η καλύπτουσα, οσάκις μετέβαινεν εις την αυλήν, με την χείρα τους οφθαλμούς διά να μη τους σκανδαλίσωσιν οι άθλοι του πετεινού, εζήλευεν εν τούτοις τας όρνιθας εις το βάθος της ψυχής της.

Ουδ' εφουμάριζε τον αγαπητόν ναργιλέ του, τον σύντροφόν του τον αχώριστον, δι· ον πολλάκις εζήλευεν η Θωμαή και τον επείραζεν ενίοτε λέγουσα: — Ούτε σαν τον ναργιλέ πλεια δεν μ' αγαπάς!

Αντί να δυσανασχετώ διά ταύτας, ενόμιζα ότι θα ήτο μαύρη αχαριστία να μη δοξάζω τον Θεόν, αναλογιζόμενος ότι δεν ήμην ακόμη τριάντα ετών, ότι είχα τριάντα χιλιάδας δραχμάς εισόδημα, τριάντα εις το στόμα μου στερεούς οδόντας, στόμαχον στρουθοκαμήλου, γυναίκα ικανήν να ενσαρκώσει τα όνειρα Συβαρίτου, και μαγείρισσαν την οποίαν θα μ' εζήλευεν ο Ταλλεϋράνδος.

Πώς εθαύμαζε και πώς εζήλευεν, όταν ήτο στο χωριό, εκείνους πούφθαναν κέπαιζαν την καμπάνα! Κάποτε τον εσήκωσε κιαυτόν ο πατέρας του και τον εβοήθησε να κτυπήση το σείστρο. Τι χαρά που πήρε και τι φόβο συγχρόνως, όταν ήκουσε τον ήχο που έκαμε με το χέρι του!

Ταις διαβάζω εγώ ταις Πράξεις, εγόγγυσεν ο Γαβριήλ, όστις εζήλευεν άμα έβλεπεν έκτακτον βοηθόν ή ψάλτην εν τω ναΐσκω. — Εσύ, Γαβριήλ, θα κάμης περισσότερα λάθη από όσαις λέξεις είνε τυπωμέναις μες το βιβλίο. Μόνον να μας κάμης δυο καλούς καφέδες, ιδιορρυθμίτικους , και να μας τους φέρης από 'κεί. Ορίστε, κυρ Κωνσταντέ, να περάσουμε στο κελλί το άλλο.