Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Οι πρώτοι πελάται του Μανώλη ήσαν ο Αστρονόμος, όστις προσηνέχθη να τον οδηγή και τον βοηθή εις την εργασίαν, και ο Μπαρμπαρέζος, όστις προσηνέχθη με όχι ολιγωτέραν προθυμίαν να τον βοηθή εις την κατανάλωσιν· να πίνη καφέδες και να καπνίζη ναργιλέδες, χωρίς να πληρώνη. Από την πρώτην δε ημέραν ο καταστηματάρχης έπαθε μίαν σπουδαίαν ζημίαν.

Έκυψεν εις την εστίαν και ήρχισε να φυσά διά φυσητήρος καλάμου. Είτα επανέλαβεν: — «Έδωκας ηγούμενε, των καλογήρων διακόνημα...» Έψαλε τούτο εις ήχον τέταρτον, μεθ' ο εις πεζόν λόγον προσέθηκε: — Πού τους βρίσκει, ο γέροντάς μου, και τους μαζώνει! Τρέχα, Γαβριήλ. Καφέδες, Γαβριήλ. Και να έφερναν τίποτε πρόσφορα, το ελάχιστο! Σαν είσ' αββάς, βάστα!

Επί τέλους λαβών τον αδελφόν μου κατά μέρος: — Έλα, άφησε τα γέλοια σου, λέγω, και ειπέ μου τι συμβαίνει εδώ πέρα; Τι σας είναι αυτοί; — Τώρα θα σε το πω, είπεν ο αδελφός μου γελών έτι περισσότερον. Τώρα θα σε το πω. Πήγαινε, Λουή! δυο καφέδες γρήγορα! Μα κύτταξε, να μην τους κάμης πάλε σαν τα φραγκικά σου τ' αποπλύματα! Α — λατούρκα, και χωρίς ζάχαρι! Ακούς;

Α! δεν τον εγελούσαν αυτόν με το σήμερα και με το αύριο οι εργολάβοι. Ήθελεν εκ παντός τρόπου να φανή χρήσιμος εις την επαρχίαν του. Αφού έπιον διπλούς καφέδες κ' εδέχθησαν προσρήσεις οι πέντε υποψήφιοι, μετέβησαν, ως είπομεν, έκαστος προς επίσκεψιν των φίλων.

Αυτός εσερβίριζε τους μουστερίδες, κ' η αδερφή του έβραζε τους καφέδες μέσα, 'ς το ίδιο τζάκι, 'ς την ίδια γωνίστρα του σπιτιού, οπώβραζαν και το φαγί τους.

Με μεγάλην έκπληξίν των τότε οι άνθρωποι είδαν τον κυρ-Βαρσαμόν να επανέρχεται από την Σύρον με φορτίον εμπορευμάτων, κάσσες και κασσέλες και αντί γεωμήλων να έχη πλέον καφέδες, και αντί καστάνων και λεμονίων, μοσχοκάρυα και χαλβάδες εις το μικρόν μαγαζείον του.

Οι βασιλικοί με τους χιλιοχρώματους μενεξέδες, που στόλιζαν αραδαριά τες αλτάνες και τα πεζούλια της, εμοσχοβόλιζαν τον αέρα, και το βουνάκι της Καραβατιάς από πάνου κατέβαζε μια δροσιά παραδείσια την αυγή και τ' απόσπερνο. Όλ' αυτά τα καλά, με τα παθήματα και με τους αμόλευτους καφέδες του Ζώη, σύναζαν 'ςτόν καφενέ του τους γέρους της γειτονιάς.

Ενώ ο Μπαρμπαρέζος εγκαθιδρύετο εις τον καναπέν, ο Σμυρνιός παρουσίαζε δύο καφέδες προς τον Σαϊτονικολήν και τον υιόν του. Δεν συνέβη όμως ό,τι επερίμενε, δηλαδή να πίη διά μιας ο Μανώλης τον καφέ και να μείνη «ολοχάσκωτος», διότι το αυτό προβλέπων και ο Σαϊτονικολής του εψιθύρισεν εγκαίρως: — Ρουφιά και ρουφιά να τόνε πιής γιατί καίει. Ακούς;

Ύστερα ήτον ακόμα νιος, και δε θα τον εβάρενε το σερβίρισμα των καφέδων του. Στην αυλή του σπιτιού του λοιπόν είχε στήσει τον καφενέ του ο Ζώης ο Αζώηρος. Αυτός εσερβίριζε τους μουστερίδες κ' η αδερφή του, η Κυρά Τσεβούλα, έβραζε τους καφέδες.

Ύστερα ήτον ακόμα νιος, και δε θα τον εβάρενε το σερβίρισμα των καφέδων του. Στην αυλή του σπιτιού του λοιπόν είχε στήσει τον καφενέ του ο Ζώης ο Αζώηρος. Αυτός εσερβίριζε τους μουστερίδες κ' η αδερφή του, η Κυρά Τσεβούλα, έβραζε τους καφέδες.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν