United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ψυχή προσεποιήθη και αυτή κατ' αρχάς την κοιμωμένην, και η αναπνοή της ηνώθη επί μικρόν προς την ατάραχον πνοήν του Έρωτος· αλλά μετ' ολίγον απέσυρε σιγά σιγά τον τράχηλον της υπό την κεφαλήν του θεού, κατέβη της κλίνης, και βαίνουσα γυμνόπους επ' άκρων δακτύλων έλαβε τον υποκλαπέντα λύχνον από της κρύπτης του· τρέμουσα δε όλη και κρατούσα την αναπνοήν αυτής, αλλά μάτην προσπαθούσα να κρατήση και της καρδίας της τους παλμούς, επλησίασεν εις την κλίνην, όπου νήδυμον και βαθύν εκοιμάτο ύπνον ο νεαρός θεός.

Αλλά κατ' εκείνο το έτος, το ταχύπλουν είχε βυθισθή, ως είπομεν, η συγκοινωνία εκόπη επί τινας ημέρας, και ούτως ο παπά-Βαγγέλης έμεινεν ακουσίως, ηναγκασμένος να εορτάση το Πάσχα πέραν της πολυκυμάντου και βορεοπλήκτου θαλάσσης, το δε μικρόν ποίμνιόν του, οι γείτονες του Αγίου Αθανασίου, οι χωρικοί των Καλυβιών, εκινδύνευον να μείνωσιν αλειτούργητοι.

Και διατί σε αγαπούσε τόσον; Μήπως ήτο συγγενής σου; — Δεν ειξεύρω. Με ωνόμαζε παιδί του, τον ωνόμαζα πατέρα μου. Και όμως... Η Αϊμά διεκόπη. — Τι έχεις πάλιν; είπεν η μοναχή. — Τίποτε, είπεν αναλαμβάνουσα η Αϊμά. Κόμβος γίνεται εις τα στήθη μου. — Κόμβος; Διατί; — Όταν έλθω διά να είπω αυτό, αρχίζω να τρέμω όλη. — Θάρρος, τέκνον... Η Αϊμά εδίστασεν επί μικρόν, και είπε·

Έρριπτον το μικρόν αγκύριον, κατεβίβαζον οι ναύται τον ιστόν, διπλούντες αυτόν εν τω πανίω, και ησύχως μετά ταύτα εξεσφενδόνιζον επάνω εις τα υαλιστερά λαλαρίδια το φορτίον των, σάκκους τινάς πλήρεις, αλλά τοσούτον ελαφρούς ως να περιείχον άχυρον.

Αλλά υπάρχει έν μικρόν πράγμα, το οποίον με εμποδίζει, το οποίον φανερόν είναι ότι ο Πρωταγόρας θα διδάξη και αυτό ευκόλως, αφ' ου και αυτά τα πολλά εις την εντέλειαν εδίδαξε.

Εις το αναμεταξύ που εγώ εθλιβόμουν διά την κατάστασιν, εις την οποίαν ευρισκόμουν βλέπω επάνω εις τα χείλη της θαλάσσης ένα μικρόν πουλί, που εις εμένα έρχουνταν.

Αλλ' όμως έτρεφεν αόριστον ελπίδα, ότι θα εύρισκεν ίσως ξενίαν εις καμμίαν μάνδραν ή καλύβην βοσκού, και τότε τα βότανα θα τα επρόσφερεν εις την σύζυγον του φιλοξενούντος ως μικρόν αντάλλαγμα. Το περισσότερον όμως, θα το έκαμνε διά να περάση η βαρεία ανία, ήτις εβασάνιζε την ψυχήν της.

Όσοι ποτέ ευρέθησαν εις την αμήχανον θέσιν του Μιμίκου, θα εννοήσωσι βεβαίως και θα λυπηθώσι τον πτωχόνκυριολεκτικώςποιητήν. Συνησθάνετο, ότι καθήκον είχεν απαραίτητον να στείλη επ' ευκαιρία της πρώτης του έτους εις την εκλεκτήν της καρδίας του μικρόν τι δώρον, έστω πενιχρόν, ασήμαντον, αλλά δώρον όμως οιονδήποτε.

Είνε ωραία θερινή εσπέρα, και το ήρεμον λυκόφως της επερχομένης νυκτός περιστέλλει ανεπαισθήτως τον ορίζοντα και θάπτει κατά μικρόν υπό τας αμφιβόλους και πυκνουμένας σκιάς του δάση και βράχους και κοιλάδας.

Ο πατέρας του ήταν καλός καραβοκύρης στο νησί μας· αλλά κάποια Κοντοσκαλιώτισα του εσήκωσε τα μυαλά. Και αν ήταν τα μυαλά, μικρό το κακό· του εσήκωσε όμως και το ψωμί των παιδιών του. Άφησε τέσσερα κορίτσα, τη γυναίκα του και τον Μανωλιό μικρόν κ' εκόλλησε μαζί της. Ούτε γράμμα, ούτε λεφτά έστελνε σπίτι του. Πού να χόρταση ο ρούφουλας!