United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε εκείνος προσεποιήθη ότι επείσθη, και έμεινεν εκεί. Επειδή δε τω εφέροντο μετά πολλής φιλοφροσύνης, τοις προσέφερε και δεύτερον ασκόν. Πίνοντες λοιπόν αφθόνως οι φύλακες εμεθύσθησαν εντελώς και απεκοιμήθησαν εκεί όπου έπινον.

Όλα καλά και αξιοπερίεργα, υπέλαβα εις απόκρισιν του τελευταίου λαλήσαντος, αλλά δυστυχώς δεν θα δυνηθώμεν να επισκεφθώμεν όσα μας λέγετε, διότι αναχωρούμεν αύριον. Νομίζω ότι δεν ηπατήθην ιδών λάμψιν ευχαριστήσεως εις του Κ. Μελέτη τους οφθαλμούς, τους οποίους έστρεψε διά μιας προς εμέ. Αλλ' όμως μετά πολλής φυσικότητος προσεποιήθη έκπληξιν δυσάρεστον. — Αύριον, ανέκραξε!

Η Ψυχή προσεποιήθη και αυτή κατ' αρχάς την κοιμωμένην, και η αναπνοή της ηνώθη επί μικρόν προς την ατάραχον πνοήν του Έρωτος· αλλά μετ' ολίγον απέσυρε σιγά σιγά τον τράχηλον της υπό την κεφαλήν του θεού, κατέβη της κλίνης, και βαίνουσα γυμνόπους επ' άκρων δακτύλων έλαβε τον υποκλαπέντα λύχνον από της κρύπτης του· τρέμουσα δε όλη και κρατούσα την αναπνοήν αυτής, αλλά μάτην προσπαθούσα να κρατήση και της καρδίας της τους παλμούς, επλησίασεν εις την κλίνην, όπου νήδυμον και βαθύν εκοιμάτο ύπνον ο νεαρός θεός.

Στραφείς προς τον Κ. Σπυράκην είπεν αίφνης, άνευ οιουδήποτε προοιμίου·Δεν μας λέγεις την ιστορίαν αυτού του παρεκκλησίου; Ο Κ. Σπυράκης προσεποιήθη ότι δεν ήκουσε και δεν απεκρίθη. Εννοών το αίτιον της σιωπής του, απέτεινα προς αυτόν τον λόγον. — Τον ηγάπα λοιπόν πολύ τον Νίκον η Κυρία Ελένη; ηρώτησα. Ο Κ. Σπυράκης με προσέβλεψεν έκπληκτος. — Πώς το γνωρίζετε; ηρώτησε.

Ο Αννίβας ησθάνθη εαυτόν ειπέρποτε δυστυχέστερον. Αλλ' όμως δεν ήθελε ναποβάλη την παράφρονα ελπίδα, ουδέ να παύση τας επιμόνους ερεύνας. Νύκτα τινά ο πατήρ των ανέμων προσεποιήθη ότι ήτο ωργισμένος εναντίον του αυθάδους και καλέσας τους δύο κραταιούς υιούς του, τον Βορέαν και τον Αργέστην, διέταξεν αυτούς να οργώσωσι τα κύματα.

Ηπόρησαν και οι δύο ιδόντες με εισέτι κατάκοιτον. Ο οικοδεσπότης μάλιστα μόλις ηδυνήθη να υποκρύψη την δυσαρέσκειάν του υπό την ευγένειαν των τρόπων του. Η αγγελία ότι ήμην αδιάθετος τον συνωφρύωσεν. Προσεποιήθη ότι ανησυχεί περί της υγείας μου, αλλά δεν εξηπατώμην εγώ· εγνώριζα πού ν' αποδώσω την ανησυχίαν του.

Εν τούτοις προσεποιήθη ότι επίστευσεν εις τους λόγους της. Διενοήθη δε ότι μάλλον έπρεπε να πιέση την Σιξτίναν όπως μάθη ό,τι επεθύμει. Αποχαιρετίσασα δε την Αϊμάν απήλθεν εις τον όρθρον. Τα έργα της νυκτός. Την στιγμήν καθ' ην ανεγινώσκετο ο Άμωμος εν τω ναώ, σκηνή τις αξία περιγραφής συνέβαινεν εκτός των τειχών του μοναστηρίου.

Ο Αλής προσεποιήθη βαθυτάτην λύπην επί τη αυθαιρέτω, ως έλεγε, διαγωγή του Τσουγαδούρου, αλλά μη δυνάμενος να επανορθώση το κακόν ηθέλησε διά πολλών περιποιήσεων να δείξη προς τας οικογενείας των φονευθέντων την εύνοιαν και την αγάπην του, και διέταξεν ίνα αρμόδιον κατάλυμα χορηγηθή αυταίς εν τοις ιδίοις σεραγίοις.

Αν θέλης να μου το πης. — Ξεύρεις την γνωριμία μου, την αδελφή Βεάτη; Ο Σκούντας έκαμε κίνημά τι, ελέγχον συγκίνησιν. Αλλ' όμως προσεποιήθη απάθειαν. — Πού να την ξεύρω; — Ξεύρεις το μοναστήρι των γυναικών; Νέον κίνημα έκαμεν ακουσίως ο Σκούντας. — Το έχω ακουστά, αλλά δεν υπήγα ποτέ. — Λοιπόν η Βεάτη, μου είνε γνωστή από τον υποκριτήν εκείνον τον Δερμίνην, οπού σου είχα διαβάσει το γράμμα του.

Η γραία προσεποιήθη ότι δεν ήκουσε την έκφρασιν της δυσπιστίας του. — Τι μ' επείραζε λοιπόν, να σε πάρω μαζή μου! Ούτε ναύλον επλήρωσα. Δεν ήθελε να πληρωθή ο καραβοκύρης. Το ψωμί που τρώγεις μαζή μου θα λογαριάσης; Μου κάμνεις άδικον να τα λέγης αυτά και να τα συλλογίζεσαι, Γιάννη. Το κάτω κάτω, έχω χρέος εγώ να μη σε παραιτήσω. Έχω χρέος!