United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το παιδίον, το οποίον πρότερον ήθελε να παίξη, φοβίζον τον ποιμένα με την κενήν εκείνην κάπαν, ήρχισε τώρα να τρέμη εκ του φόβου και να πτύσση δειλώς, εντρεπόμενον πλέον και να εξυπνήση τους κοιμωμένους ποιμένας, αφού προηγουμένως προσεποιήθη μετά γενναίας απλότητος ότι δεν φοβείται τους Καλικαντζάρους.

Να αυτός είνε, είπεν ο Τρέκλας δεικνύων το σπήλαιον. — Οδήγησέ με συ, που έχεις γερά πόδια. — Θ' αναγκασθώ της αλήθειας να σε οδηγήσω, είπεν ο Τρέκλας. Και ορθωθείς, προσεποιήθη ότι βαδίζει προς την θύραν του άντρου. Ο Θευδάς έσπευσε να κωλύση αυτόν. — Ε, πού πας; πίσω! — Σύρε λοιπόν να πης του αυθέντου σου· είμαι σταλμένος από ταις καλογρηαίς.

Κολλήσας το κηρίον του προ του εικονοστασίου προσεποιήθη ότι υπεχώρει, προσευχόμενος τάχα και βλέπων προς το μαρμάρινον δάπεδον. Και όταν η χειρ του επιτρόπου ενεφανίσθη φοβερά και αμείλικτος κατά του αναμμένου κηρίου, ο ναυτικός εγείρει την βαρείαν ράβδον του και καταφέρει δεινόν κτύπημα κατά της άρπαγος εκείνης χειρός, ώστε ο κυρ-Μανωλάκης ηναγκάσθη ν' απολογηθή.

Μείνε ήσυχος, σε προστατεύω εγώ! Ο Ανθύπατος προσεποιήθη ότι δεν ήκουσε. Η ευτυχία του πατρός εξηρτάτο από την ατίμωση του υιού. Και το άνθος αυτό των βορβόρων της Καπραίας, αν και το υπώπτευε διότι ήτο φαρμακερόν, του απέφερε κέρδη τόσον σπουδαία ώστε εκών άκων το περιέβαλλε με περιποιήσεις. Βοή μεγάλη ηκούσθη υπό την θύραν.

Και ενόησε μεν ότι ήτο έργον του ανδρός της, κατέπνιξεν όμως την ύβριν εν σιωπή και προσεποιήθη ότι δεν ενόησε τίποτε, απόφασιν έχουσα εν τη ψυχή της να εκδικηθή τον Κανδαύλην· διότι παρά τοις Λυδοίς και σχεδόν παρ' όλοις τοις βαρβάροις, θεωρείται μεγάλη αισχύνη και εις αυτόν τον άνδρα να φανή γυμνός.

Οι φύλακες βλέποντες να χύνεται τόσος οίνος, ώρμησαν εις την οδόν με αγγεία διά να τον συνάξωσιν, ως να εχύνετο χάριν αυτών. Ο άνθρωπος προσεποιήθη ότι εθύμωνε, τους ύβριζεν όλους, και επειδή είδεν ότι οι φύλακες τον επαρηγόρουν, προσεποιήθη ότι κατεπραΰνετο και εμετρίαζε τον θυμόν του.

Αλλ' η κυρία Σουσαμάκη έπαθε τα νεφρά της, εκτύπησε τους τοίχους διά των χειρών της, το πάτωμα διά των ποδών αυτής και τον Ορέστην διά της παντούφλας της, και εξαπλωθείσα εις την κλίνην της, προσεποιήθη την λιπόθυμον εφ' όσην ώραν ενόμισεν ικανήν, όπως πεισθή ο σύζυγός της, ότι πάσα εσπερινή συναναστροφή ήτο αδύνατος. Της καταιγίδος ταύτης είδομεν προ μικρού το αποτέλεσμα παρά τω κυρίω Παρδαλώ.