United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα το εκτελώ λέγεται με πολλάς σημασίας και ημπορούν κατά τινα τρόπον και τα άψυχα να φονεύσουν, και η χειρ και ο δούλος του δίδοντος την διαταγήν, ο οποίος δεν αδικεί μεν, κάμνει όμως άδικα.

Αλλά σφαγιάζουσα τα αθώα εκείνα θύματα κατέχεται υπό τρόμου, υπό οίκτου, και ελεεινολογεί εαυτήν: Φευ, φευ! τι προσδέρκεσθέ μ' όμμασιν, τέκνα, τι προσγελάτε τον πανύστατον γέλων; Αιαί τι δράσω; καρδία γαρ οίχεται, γυναίκες, όμμα φαιδρόν ως είδον τέκνων. Ουκ αν δυναίμην, χαιρέτω βουλεύματα τα πρόσθεν... Δότ', ω τέκνα, δότ' ασπάσασθαι μητρί δεξιάν χέρα. Ο φιλτάτη χειρ, φίλτατον δε μοι κάρα

Ενίοτε οκτάπους τις φέρων εις τους κολλώδεις πλοκάμους του ορμαθόν κογχυλίων προσκολληθέντων, ως διπλούν και τριπλούν κομβολόγιον, και πολλάκις σηπία με τον μαύρον ρύπον της, ως χειρ απείρου μαθητού. Όλα αυτά εξέρριπτεν από της πήρας του ο κυρ-Δημάκης, κ' επλήρου λεκάνην όλην, υπό τα άπληστα βλέμματα της γραίας Αχτίτσας, ήτις άλλα έψηνεν, άλλα εμαγείρευε, και άλλα έτρωγεν ωμά.

Τα ολίγα δε χάλκινα κέρματα, άτινα μηχανικώς εμέτρει την στιγμήν εκείνην η χειρ του εντός του θυλακίου της περισκελίδος του, χωρίς να κατορθόνη να τα αυξήση από τεσσάρων εις πέντε, δεν ήρκουν ούτε διά μίαν ανθοδέσμην ούτε δι' ένα χάρτινον σάκκον σακχαρωτών.

Ησχύνθη αμέσως, ο ταλαίπωρος, ησχύνθη εαυτόν, και η χειρ του κατέπεσεν αδρανής. — Κ' εγώ είμαι μασκαράς, είπεν ηπίως, . . . μα και συ καϋμένη είσαι ανόητη. — Έλα, έλα πλάγιασε, Δημήτρη, να ησυχάσης λιγάκι, απήντησεν εκείνη, κάμπτουσα εις θωπείαν την τρέμουσαν έτι φωνήν της. — Πού να πλαγιάσω τώρα; μου έφυγε ο ύπνος· ξεύρεις όμως; μου έρχεται μία ιδέα.

Εκείθεν ήκουσα αυτόν μετ' ολίγον απερχόμενον με γοργόν το βήμα, και κλείοντα βιαίως όπισθεν αυτού την θύραν του δωματίου. Πολλάς, υποθέτω, ημέρας έμεινα εκεί φυλακισμένη. Ότε ηνοίχθη ο σύρτης, και η χειρ του κυρίου ημών μας εξέβαλε πάλιν εις φως, ταραχώδης και δυσάρεστος σκηνή συνέβαινεν εντός του δωματίου.

Εις το Ευαγγέλιον του Αγίου Ιακώβου, το κοινώς γνωστόν υπό τον τίτλον «Πρωτευαγγέλιον», υπάρχει έν αλλόκοτον πραγματικώς κεφάλαιον εξιστορούν το πώς κατά την τρομεράν στιγμήν της γεννήσεως ο άξων του ουρανού εσταμάτησεν ακίνητος, και εσίγησαν τα πτηνά, και τα ποίμνια εσκορπίσθησαν καθ' όλας τας διευθύνσεις και εστάθησαν απολιθωμένα, και ανύψωσε την χείρα του ο ποιμήν διά να κτυπήση και η χειρ έμεινεν ανυψωμένη και αδρανής.

Οι ιππόται μας επολέμουν τότε προς τους πειρατάς, και πάσαν εβδομάδα μας έστελλον ανά μίαν καραβιάν πληγωμένων, εδικών μας ή αιχμαλώτων. Οι τελευταίοι ούτοι ήσαν άνθρωποι χωρίς ώτα, χωρίς ρίνας, και χωρίς όμματα πολλάκις. Δεν δύναμαι να πιστεύσω, ότι φύσει εστερούντο τοιούτων. Ως φαίνεται, τα βέλη των ιπποτών μας ήσαν επιτηδειότατα και μετέβαινον ακριβώς εκείσε, όπου η χειρ τα διεύθυνε.

Η Γιαννού επιμόνως το εχάδευεν υπό το κατωσάγονον, και πότε η χειρ της εγλίστρα προς τον τράχηλον, και ίσως είχε κλίσιν να θλίψη κάπως δυνατώτερα τον λαιμόν του κορασίου. Αλλά την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη δρομαίον βήμα έξωθεν, η θύρα ηνοίχθη, και εισήλθεν ο Καμπαναχμάκης. — 'Δώ είσαι, κυρά Γιαννού! είπεν εν άκρα ταραχή. Σύκου! Να φύγης! να κρυφτής!

Πας λίθος αφαιρούμενος εκ της οικοδομής ταύτης ήτο λίθος προστιθέμενος εις άλλην οικοδομήν, ίσως φαντασιώδη, ην ησχολείτο κατασκευάζων ο νυκτερινός ούτος εργάτης. Ότε περί το μεσονύκτιον ήκουσε κρουομένους τους βαρείς κώδωνας, τους καλούντας τας μοναχάς εις την προσευχήν, η χειρ του αυτομάτως επέσχε, και το στόμα του εψιθύρισε·Τόσον γρήγορα!