United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εκ των ναυτών δε βλέπεις τον μεν αργόν και αμαθή και άτολμον εις το έργον του να λαμβάνη διπλούν και τριπλούν μισθόν, εις εκείνον δε ο οποίος είνε άριστος κολυμβητής και ευκολώτερα αναβαίνει εις τας κεραίας και γνωρίζει παν ό,τι απαιτεί το έργον του, είνε ανατεθειμένον να αντλή το νερόν το οποίον εισχωρεί εις το κύτος του πλοίου.

ΗΡ. Δεν σου φαίνεται ότι όλοι είνε ομοίως σύνθετοι από δύο, ψυχήν και σώμα; ώστε τι εμποδίζει η μεν ψυχή να ευρίσκεται εις τον ουρανόν, αφού προήρχετο εκ του Διός, εγώ δε το θνητόν μέρος μετά των νεκρών; ΔΙΟΓ. Αλλά, λαμπρέ μου Αμφιτριωνίδη, αυτά θα ήσαν λογικά, αν ήσουν σώμα, ενώ τώρα είσαι ασώματον είδωλον• επομένως κινδυνεύεις τώρα να κάμης τριπλούν τον Ηρακλή. ΗΡ. Πώς τριπλούν;

ΕΡΜ. Κύτταξε εκεί που φαίνεται μία μεγάλη ακρόπολις με τριπλούν τείχος• είνε αι Σάρδεις• βλέπεις δε τώρα και τον Κροίσον ξαπλωμένον επάνω εις χρυσήν κλίνην και συνδιαλεγόμενον με τον Σόλωνα τον Αθηναίον. Θέλεις ν' ακούσωμεν τι λέγουν; ΧΑΡ. Μάλιστα. ΚΡΟΙΣΟΣ. Είδες, ω ξένε Αθηναίε, τα πλούτη μου και τους θησαυρούς και πόσον χρυσόν άκοπον έχω και την άλλην μου πολυτέλειαν.

Την ημέραν λοιπόν εκείνην, της εβδομάδος των Βαΐων, έφθασεν η Φραγκογιαννού λίαν πρωί εις την κορυφήν του υψηλού πετρώδους λόφου, του αντικρύζοντος εκ δυσμών την πολίχνην, και οπόθεν μελαγχολικό πίπτει το βλέμμα επί του μικρού κοιμητηρίου, απλουμένου κάτω, επί υψηλής θαλασσοπλήκτου λωρίδας γης, με τα λευκά μνήματα, και ευθύς φεύγει ζητούν φαιδρότητα και ζωήν εις τα γαλανά κύματα, εις τον ευρύν τριπλούν λιμένα, και εις τα χλοερά, χαρίεντα νησίδια, τα φράττοντα τούτον εξ ανατολών και μεσημβρίας.

Ο γέρων, καθώς εβάδιζε πρώτος, αδυνατών να διακρίνη τα αντικείμενα, προέβη, πριν προλάβη και ο υιός του να εξετάση και αναγνωρίση το έδαφος, κ' επάτησεν επί της μαυρισμένης εκτάσεως πριν ακριβώση καλώς τι πράγμα ήτο. Παρέσυρε και τον νέον, αναγκασθέντα να προβή δύο βήματα όπως τον συγκρατήση, ούτος δε συμπαρέσυρε και τον πραγματευτήν εις το επισφαλές βήμα. Τριπλούν &μπλουμ& ηκούσθη έξαφνα.

Ενίοτε οκτάπους τις φέρων εις τους κολλώδεις πλοκάμους του ορμαθόν κογχυλίων προσκολληθέντων, ως διπλούν και τριπλούν κομβολόγιον, και πολλάκις σηπία με τον μαύρον ρύπον της, ως χειρ απείρου μαθητού. Όλα αυτά εξέρριπτεν από της πήρας του ο κυρ-Δημάκης, κ' επλήρου λεκάνην όλην, υπό τα άπληστα βλέμματα της γραίας Αχτίτσας, ήτις άλλα έψηνεν, άλλα εμαγείρευε, και άλλα έτρωγεν ωμά.

Την ιδίαν ώραν συνέβη και τούτο. Ενώ ο παππάς απήγγελλε τας μακράς αιτήσεις της Λιτής, επισυνάπτων και τα ονόματα όλα ζωντανά και πεθαμένα, όσα του είχον υπαγορεύσει αφ' εσπέρας αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως το τριπλούν «Κύριε Ελέησον» με την χονδρήν φωνήν του, και με όλον το πάθος της ψαλτικής του.

Πλήθος ενθουσιώντος λαού και χρυσοστόλιστος ημίονος επερίμενε παρά την θύραν τον νεοκήρυκτον Πάπαν, όστις ιππεύσας μετέβη παραχρήμα εις Λατεράνον, όπου εκάθισεν επί του χρυσού θρόνου και έθεσεν επί της κεφαλής το τριπλούν της Ρώμης, της όλης οικουμένης και του ουρανού στέμμα, ενώ οι γραμματείς συνέταττον το διάταγμα της εκλογής και αντήχουν του πλήθους αι ζητωκραυγαί.

Αλλ' η σκαμπαβία απείχε τώρα από τον όρμον, προς ον έπλεε, τον τριπλούν του δρόμου όσον απείχεν η βαρκούλα. Και αν η πρώτη είχε τριπλήν δύναμη κοπών, είχεν όμως και πενταπλούν όγκον και τριπλάσιον βύθισμα. Ο Μαθιός είδεν εγκαίρως την στροφήν την οποίαν έκαμεν αιφνιδίως η σκαμπαβία, και υπέδειξε το πράγμα εις την σύντροφόν του. — Κύτταξε, είπε· μας κυνηγούν.