United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την αυγήν της 22ας Απριλίου 1894, απεχαιρέτα την ανθοστόλιστον φύσιν, έρριπτε τας τελευταίας αναλαμπάς του βίου του και εις ηλικίαν 26 περίπου ετών, έκλινε την κεφαλήν εις τας αγκάλας φιλτάτων αδελφών και γέροντος πολυπαθούς πατρός αφιχθέντος προ ολίγων ωρών, και ήγετο νεκρός ίνα αποτεθή εις φιλόξενον γωνίαν του κοιμητηρίου Άρτης, μακράν της γενεθλίου κώμης και χωρίς να ίδη την πραγματοποίησιν των ονείρων αυτού.

Εγέμισαν αμελώς και όχι με μεγάλην προσοχήν τον τάφον από ένα χώμα, που ήτο αρκετά πορώδες, εις τρόπον ώστε ολίγος αήρ να μη ήτο αδύνατον να εισέρχεται. Ήκουσε βήματα επάνω από το κεφάλι του και προσεπάθησε να δώση να εννοήσουν την ύπαρξίν του. Κατ' αυτόν, ο θόρυβος του πλήθους επάνω εις το έδαφος του κοιμητηρίου συνετέλεσε να εξυπνήση αυτός από τον βαθύν του ύπνον.

Τον Γιαννακόν έτυχε να επανίδω εις την Αίγυπτον μετά είκοσιν όλα έτη και ουδ' εκείνος το είχε λησμονήση. Πώς έτυχε προ πολλών ήδη ετών να ενδιαφέρωμαι δι' ένα τάφον του παρά την Βάθειαν κοιμητηρίου, τούτο δεν ενδιαφέρει ποσώς τον αναγνώστην.

Η θέσις μου ήτο, το ομολογώ, ικανώς αλλόκοτος και πας γνώριμός μου θα εδικαιούτο να γελάση βλέπων με την ώραν εκείνην εις το βάθος ερήμου κοιμητηρίου, συμπίνοντα με νεκροθάπτην υπό το φέγγος νεκρικής κανδήλας. Εγώ όμως ουδεμίαν είχα όρεξιν να γελάσω κατεχόμενος υπό αδιηγήτου αθυμίας.

Έπειτα επεκράτησε σιγή τόσον βαθεία, ώστε ηδύνατό τις να ακούη το τρίξιμον των δαδών και τον θόρυβον των αμαξών εις την οδόν Νομεντάνης και τον ψίθυμον του ανέμου εις τας γειτονικάς πίτυας του κοιμητηρίου. Ο Χίλων έσκυψε προς τον Βινίκιον και εψιθύρισε: — Αυτός είνε ο πρώτος μαθητής του Χριστού, είνε ο αλιεύς.

Ο παρείσαχτος αυτός Ανατολίτης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης που τόλμησε με το τραχύ φύσημα μιας γκάιδας, παρουσιασμένης με κλασικήν επισημότητα αυλού του Πανός, να σκεπάση τις καντάδες που ωργάνωναν κάτου από το ρωμαντικό πια φέγγος της αττικής σελήνης μπροστά στη λάμψη του «Φανού του Κοιμητηρίου των Αθηνών» οι κιθάρες και τα μαντολίνα των λογής Παράσχων και Παπαρρηγόπουλων!

Φοβισμένος από τούτον τον θόρυβον, του οποίου δεν ήξευρα το αίτιον, εσηκώθηκα διά να φύγω και ξεμακρύνω από το κοιμητήριον, οπόταν δύο άνθρωποι που έστεκαν εις την πόρταν του κοιμητηρίου με εσταμάτησαν, και με ερώτησαν τις ήμουν και τι έκανα εις αυτό το κοιμητήρι. Εγώ είμαι, είπα, ένας δυστυχής ξένος, και μη έχοντας πού την κεφαλήν κλίναι, ήλθα διά να αναπαυθώ ετούτην την νύκτα εδώ.

Ώστε που μετέπειτα έλαβα ένα από τα ψωμιά μου, και έφαγα και έπια και νερόν, και μετά ταύτα έζησα μερικές ημέρες· και όταν τα έσωσα, εστοχαζόμουν ότι τότε εξ ανάγκης έπρεπε να αποθάνω, και δεν εκαρτερούσα άλλο, παρά τον θάνατον· όταν ακούω και ανοίγουν το στόμιον του κοιμητηρίου, και εκατέβασαν ένα νεκρόν· έπειτα εκατέβασαν και την γυναίκα του ζωντανήν.

Δυο φορές ακόμη ξαναπέρασε και μια αίσθησις αγρίου πόνου διέτρεξε τα νεύρα μου. Αλλ' η στιγμή της απαλλαγής μου ήλθε. Με ένα κίνημα της χειρός μου οι ελευθερωταί διεσκορπίσθησαν θορυβωδώς. Με ακριβή κίνησιν, συνετήν, εγλίστρησα βραδέως, μακράν του κύκλου των δεσμών, μακράν των ορίων του κοιμητηρίου. Προς στιγμήν τουλάχιστον ήμην &ελεύθερος&! Ελεύθερος! Αλλ' εις τα δίκτυα της Ιεράς Εξετάσεως!

Εψάλη είς ύμνος, έπειτα δε ο μέγας Απόστολος εβάπτισε με το ύδωρ της κρήνης εκείνους, τους οποίους οι πρεσβύτεροι του παρουσίασαν ως προητοιμασμένους διά το βάπτισμα. Εφαίνετο είς τον Βινίκιον ότι η νυξ εκείνη δεν θα είχε τέλος. Ήτο ανυπόμονος ν' ακολουθήση την Λίγειαν, να την απαγάγη . . . . Τέλος τινές των χριστιανών εξήλθον του κοιμητηρίου. Ο Χίλων εψιθύρισεν.