United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανελογίσθη ψυχρότερον τους λόγους του, και προσεπάθησε να δικαιολογήση την απαγόρευσιν εκείνου, όπως εγκρίνη απαθώς και την ιδίαν αυτής υπόσχεσιν· δεν το κατώρθωσεν όμως.

Προσεπάθησε να εύρη πατριωτικήν τινα εξήγησιν του πράγματος, αλλά δεν το κατώρθωσεν, ως δεν κατώρθωσεν επίσης να εννοήση, διατί η μεν οδός ήτο πλήρης πηλού εκ του καταβρέγματος, τα δε πεζοδρόμια πλήρη κονιορτού και χωμάτων και σκυβάλων. Έφθασεν ούτω απορών προ του Πανεπιστημίου, και εσταμάτησεν εκεί μικρόν, και μετά συγκινήσεως ανεπόλησεν ημέρας αρχαίας.

Αλλ' εκείνος προνοητικός αφού ετοποθέτησεν έξωθεν τους εβδομήκοντα παρέλαβε δέκα εκ των συντρόφων και μετ' αυτών ήλθε προς τον Βοεβόδαν. Ο δόλιος και δειλός Οθωμανός προσεπάθησε διά παντός τρόπου να τον απομονώση, προφασιζόμενος ότι είχεν ανάγκην κατά μόνας να συνδιαλεχθή μετά του αρχηγού.

Μας χρειάζονται πρόσωπα, πρόσωπα με χαρακτήρα, κάτι το ανέκδοτον και ανώτερον του συνήθους. Έχομεν αρκετά κουραστικήν μονοτονίαν από τους χορούς αυτούς. Έλα να πιής. Το κρασί θα σου φωτίση τας ιδέας. Ο Χοπ-Φρωγκ προσεπάθησε, όπως εσυνήθιζε, ν' απαντήση αστεία εις την πρότασιν του βασιλέως, αλλά τούτο ήτο ανώτερον των δυνάμεών του.

Η Πηγή εσταύρωσε τους δακτύλους της και προτείνουσα τον σταυρόν προς τον Μανώλην του είπε: — Φίλησ' εκέ! Ο Μανώλης έσκυψεν, αλλ' από του σταυρού το φίλημα μετεπήδησεν εις το μάγουλον. Η Πηγή προσεπάθησε να τον απωθήση, αλλ' ο Μανώλης ήτο πλέον ακράτητος. — Πηγιό μου, εψιθύριζεν, εγώ εσέν' αγαπώ κιόχι άλλη. Και οι δυνατοί του βραχίονες την περιέσφιγγον, ενώ τα χείλη του ανεζήτουν το στόμα της.

Έκυπτον αι έμπροσθεν κατά λάθος, έκυπτε και αυτή κατά λάθος, επιλέγουσα εις το τέλος της λειτουργίας: — Τώρα! καταλαβαίνουμε τάχα κ' εμείς Ακκλησιά! Πολλάκις προσεπάθησε να εισχωρήση εμπρός, πλην ουδέποτε εύρισκε θέσιν. Πάσαι ήσαν κατειλημμέναι.

Εγέμισαν αμελώς και όχι με μεγάλην προσοχήν τον τάφον από ένα χώμα, που ήτο αρκετά πορώδες, εις τρόπον ώστε ολίγος αήρ να μη ήτο αδύνατον να εισέρχεται. Ήκουσε βήματα επάνω από το κεφάλι του και προσεπάθησε να δώση να εννοήσουν την ύπαρξίν του. Κατ' αυτόν, ο θόρυβος του πλήθους επάνω εις το έδαφος του κοιμητηρίου συνετέλεσε να εξυπνήση αυτός από τον βαθύν του ύπνον.

Ο γέρων λοιπόν μη γνωρίζων τα καθέκαστα, δεν ημπορούσε να εννοήση του υιού του αυτήν την μετάπτωσιν, αν και προσεπάθησε πολύ κάτι να μάθη από τους φίλους, μεθ' ων εκουτσόπινε τας ημέρας εκείνας.

Οι δύο μαθηταί του γέροντος έψαλλον τα καθίσματα δεξιά και αριστερά: «Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός». Πλην ο κυρ-Δημάκης εις μάτην προσεπάθησε να θελχθή, να κατανυγή. Ο νους του όλος πεπωρωμένος, αναίσθητος, ήτο εις Σκόπελον, εις τα δέκατα. Εψάλη ο «πολυέλαιος», τα «αντίφωνα», και ήρχισεν ο μελωδικώτατος «Κανών».

Τότε ενόμισε χρέος του να εξακριβώση τούτο, και αποτείνας μετά δισταγμού τον λόγον προς την νεανίδα, προσεπάθησε διά περιφραστικών ερωτήσεων, ας ήτο δύσκολον να εννοήση η άπειρος νέα, να εξακριβώση την αλήθειαν. Η Αϊμά απήντησε και αυτή συγκεχυμένως εις τα βεβιασμένα ερωτήματα του φιλοσόφου.