United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε και όλοι εσυμφώνησαν• κ' έζωσεν ο Οδυσσέας τα κρυφά με τα ράκη του, κ' έδειξε τότε ωραία τρανά μεριά, κ' εφάνηκαν οι ώμ' οι πλατείς, τα στήθη, και οι δυνατοί βραχίονες• η Αθήν' ήλθε σιμά του και του ποιμένα των λαών ελάμπρυνε τα μέλη. 70 εθαύμασαν υπέρμετρα τότε οι μνηστήρες όλοι, κ' εστράφη κάποιος κ' έλεγε κυττώντας τον πλησίον• «Ο Ίρος Άιρος το κακό, 'που θέλησε, να πάθη• του γέρου τα παληόρουχα ιδές μερί, 'που κρύβαν

Πολλάκις προσεπάθησαν ν' απαλλάξουν τας χείρας και ν' αρπαχθούν πάλιν από τάρματα αλλ' η δυσπιστία είχεν εξεγερθή αυτόκλητος και εις τους δύο και καθενός οι βραχίονες εχρησίμευον ως σιδηραί λαβίδες διά τους βραχίονας του άλλου. Αίφνης εστάθησαν εις το μέσον με ημιάνοικτα σκέλη.

Ο Βινίκιος ήτο άνευ τηβέννου, κατά την συνήθειαν, ενδεδυμένος μόνον βαθυκόκκινον χιτώνα, από τον οποίον εξήρχοντο οι γυμνοί και καθαροί βραχίονες του περιβεβλημένοι χρυσά βραχιόλια, ίσως περισσότερον τυλώδεις βραχίονες στρατιώτου, κατάλληλοι διά την ρομφαίαν και την ασπίδα. Έφερε στέφανον εκ ρόδων.

Ήτο ο Στρατής, πραγματικός τώρα και φοβερός με το τουφέκι το οποίον εκράτει και διηύθυνε κατά του Μανώλη. Αλλ' η Πηγή, την οποίαν είχαν αφήσει παραλύσαντες οι βραχίονες του Μανώλη, εστάθη προ αυτού. Προς στιγμήν ο Στρατής εταλαντεύθη αν έπρεπε να τους πυροβολήση και τους δύο. Έπειτα εφώναξε προς την αδελφήν του: — Φύγε, μωρή, να μη σε σκοτώσω και σένα!

Παρουσιάσθη με έν τόξον επ' ώμου και με μίαν μάστιγα εις την χείρα. Σειρίτια πολύχρωμα περιέσφιγγον τας στρεβλωμένας κνήμας του. Οι χονδροί του βραχίονες εξείχον από τον χιτώνα του είς δε σκούφος εκ μηλωτής εσκίαζε το πρόσωπόν του, του οποίου το γένειον εστρέφετο εις κρίκους. Κατ' αρχάς προσεποιείτο ότι δεν ηννόει τον διερμηνέα.

Ταύτα ειπούσα, εξηντλημένη εκ της συγκινήσεως, αφήκε να καταπέσωσιν οι λευκοί της βραχίονες και επέστρεψεν εις την νεκρικήν της κλίνην.

Ο Βινίκιος ανεκλίνετο πλησίον αυτής, πλήρης νεότητος, ρώμης, έρωτος. Και έπινε διαρκώς οίνον. Αλλά περισσότερον από τον οίνον, το θαυμάσιον εκείνο πρόσωπον, οι βραχίονες οι γυμνοί, το παρθενικόν της Λιγείας στήθος, και το σώμα εκείνο, το οποίον άφιναν να μαντεύη τις αι πτυχαί του χιονώδους πέπλου, τον εμέθυσκον περισσότερον.

Αλλ' αι δυνάμεις του νέου είχον παραλυθή, οι πόδες παρεπάτουν, οι βραχίονες έτρεμον. «Υπάγωμεν, Αϊμά», εψιθύριζεν εις το ους της νέας, αποτυπών άμα φλογερόν φίλημα επί της παρειάς αυτής. «Υπάγωμεν Αϊμά». Αλλ' η Αϊμά ήτο λιπόθυμος, και ο Μάχτος έκλεπτε τας περιπτύξεις, έκλεπτε τας θωπείας, έκλεπτε τα φιλήματα. Φιλήματα εξ εκείνων άτινα δεν λησμονούνται, αλλά θάπτονται.

Ο Καίσαρ, έχων δεξιόθεν τον Τιγγελίνον και αριστερόθεν τον Χίλωνα, του οποίου ο τρόμος τον έτερπεν, ωδήγει τους ίππους του βραδέως, θεωρών τα καιόμενα σώματα και ακούων τας αναφωνήσεις του λαού. Οι υπερμεγέθεις βραχίονές του, τεταμένοι επί των νεφρών, εφαίνοντο ότι έκαμνον το σημείον της ευλογίας προς τον λαόν του.

Όλο το τοπίο έχει μιαν ιερή όψη και ο Λυτρωτής σταματάει το πέταγμα επάνω στον πιο ψηλό βράχο, με το σταυρό να τινάζει τους μαύρους βραχίονές του στο χρυσαφένιο θόλο του ουρανού. Και ο Έφις γονατίζει αλλά δεν προσεύχεται, δεν μπορεί να προσευχηθεί, ξέχασε τα λόγια. Τα μάτια του όμως, τα χέρια του που τρέμουν, όλο του το σώμα που αναταράζεται από τον πυρετό, όλα είναι μία προσευχή.