United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αρμάθιαζε, ξαρμάθιαζε, τα κρέμαε 'ςτό λαιμό της. Και 'ςτόν καθρέφτη εκύτταζε, κ' έλεγε με τον νου της. — Μάτια μου μαύρα και γλυκά και ζαχαρένιο στόμα, Κυπαρισσένιο μου κορμί κι' ολόχρυσα μαλλάκια, Δαχτυλιδένια μέση μου κι' αφροπλασμένα στήθη.

Μετά το γεύμα όλοι οι καλεσμένοι, ο δήμαρχος, ο λιμενάρχης, ο ειρηνοδίκης, ο υποτελώνης και οι λοιποί, όσους είχε καταριθμήσει η Ασημήνα, όλοι μετά των συζύγων των έλαβον μέρος εις τον χορόντινές ως απλοί θεαταίόστις είχε στηθή εις την πλατείαν, εκείθεν της οικίας. Πολλοί εχόρευσαν, όλοι σχεδόν ηυφράνθησαν, και κανείς δεν εμελαγχόλησεν.

Μα πάλι δεν έμεινε ευχαριστημένη γιατί ήθελε να του βγάλη την καρδιά του απ' τα στήθη του και να την πάρη στα χέρια της, να την κάμη παιγνίδι. Αφού της έδωκε ό,τι είχε ο Παύλος, τα μάτια του, το νου του και την καρδιά του, την ξαναρώτησε πάλι: — Τι άλλο θέλεις από μένα, αγάπη μου; Κ' εκείνη του είπε: — Θέλω τη ζωή σου. Να την έχω στα χέρια μου και να την κυβερνώ.

Αποσυρομένη εις τα ερείπια αρχαίου ναού επεκαλείτο τα πνεύματα της αβύσσου, βυθίζουσα οξείαν βελόνην εις τα στήθη κηρίνης εικόνος του Λέοντος, ενώ εκάπνιζον επί των τριπόδων χόρτα φαρμακερά και έμενεν ακίνητος η σελήνη, ήτις υπήκουε τότε εις τας επικλήσεις των μάγων, μεθ' όσης ο ήλιος προθυμίας εις τον Ιησούν του Ναυή.

Εις όλους τους θεατάς η πάλη εφαίνετο ότι θα παρετείνετο επί πολύ. Και ο άνθρωπος και το θηρίον, ακίνητοι εις την αγρίαν των πάλην, έμενον ως καρφωμένοι επί του εδάφους. Αίφνης, μυκηθμός υπόκωφος και θρηνώδης ανήλθεν από της κονίστρας. Όλων τα στήθη αφήκαν κραυγήν και πάλιν επήλθε σιγή άκρα.

Η μεν τούτων είχε γυμνά τα στήθη, άνθη επί της κεφαλής και μειδίαμα επί των χειλέων, η δε μαύρον ράσον, σταυρόν επί του στήθους και κατάνυξιν επί του προσώπου. Αμφότεραι ήσαν ωραίαι, αλλά της μεν το κάλλος ενεθύμιζεν ευθύμους εορτάς, ποτηριών συγκρούσεις και χορευτών ποδοκρουσίαν, της δε το υγρόν βλέμμα τας μυστηριώδεις των κοινοβίων απολαύσεις, αθόρυβα συμπόσια και σιγαλά φιλήματα.

Ούτε μετ' αυτής ούτε άνευ αυτής ηδύνατο να ζήση· αγνοών δε ο δυστυχής νεανίας ότι η καρδία γυναικός είναι άμμος κινητή, επί της οποίας μόνον σκηνή διά κατάλυμα μιας νυκτός δύναται να στηθή, είχεν οικοδομήσει εκεί κατοικίαν, εν ή όλην του την ζωήν εσκόπευε να διαμένη.

Εις τον πρωτότοκόν μου, τον Μάλκολμ, την διαδοχήν του θρόνου μου ορίζω· εις το εξής θα λέγεται της Κουμβερλάνδης πρίγκηψ! Αλλ' ασυντρόφευτον αυτόν δεν τον τιμώ και μόνον· άστρα πολλά θα μοιρασθούν, σημεία ευγενείας, 'ς τα στήθη να λαμποκοπούν εκείνων που τ' αξίζουν. Πηγαίνω εις το Ίνβερνες όπου θα με ξενίσης. ΜΑΚΒΕΘ Να κοπιάζω διά σε ανάπαυσίς μου είναι.

ΡΩΜΑΙΟΣ Αυτός ο νέος ο καλός, ο ακριβός μου φίλος, ο συγγενής του πρίγκηπος, πληγήν θανατηφόρον επήρεν εξ αιτίας μου· και την υπόληψίν μου μου την κατεκηλίδωσεν η γλώσσα του Τυβάλτη· κ' εξάδελφόν μου σήμερον τον έχω τον Τυβάλτην! Ω Ιουλιέτα μου γλυκειά, ιδέ, η ευμορφιά σου καρδιάν μου βάζει γυναικόςτα στήθη μου, και κάμνει την κόψιν του την ανδρικήν να χάση το σπαθί μου.

Μου απαντά: — Φύτευσε· δεν σημαίνει· εγώ σε βοηθώ. Τότε έλαβον ένα κλάδον και τον εφύτευσα· έβαλε δε ρίζας ακαριαίως και εις δένδρον γιγάντιον ανεπτύχθη, με γλυκυτάτους καρπούς. Κραυγή χαράς διεύφυγεν από όλα τα στήθη, πάντες δε έλαβον ράβδους, και ραβδίσαντες τους κλάδους του δένδρου, εγεύθησαν τους καρπούς του απλήστως.