United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός, που τον τρόμαζε Τούρκος σαν τάβαζε μαζί του, τώρα με του αδερφού του τη φοβέρα λαφιάστηκε, τάχασε, και με σπαραχτική αγωνία απορούσε ποιος να θυσιαστή, αυτός κ' η γυναίκα του, ή ο ακριβός του ο Πανάγος, το γνωστικό του αγώρι, που ως τα προχτές ακόμα σα γονιός το νοιαζότανε να μην πέση σε μιας μαζώχτρας νύχια, και κείνος τον άκουγε, κι ως τόσο πού να το φαντάζεται τώρα

Με αγαπά! — Και πόσον ακριβός γίνομαι έτσι εγώ εις τον εαυτόν μου, πόσονεις σε δύναμαι να το είπω, συ το αισθάνεσαι πόσον λατρεύω τον εαυτόν μου, αφ' ότου εκείνη με αγαπά!

Αλλά, διά να τον υμνολογήσωμεν αλη- θώς, λέγω ότι είναι ψυχή με άπειρην προίκα, και ο χυλός του είναι τόσο ακριβός και δυσκολοεύρετος, ώστε, αν θα τον χαρακτηρίσωμεν όπως πρέπει, δεν έχει ομοίωμα άλλο ειμή τον καθρέφτην του, και οποίος θα τον ακολουθήση θα μείνη σκιά του, τίποτε άλλο. ΟΣΡΙΚΟΣ Η Εξοχότης σου εξαίσια τον χαρακτηρίζει.

Ακόμη ένα ποτόν τονωτικόν και προφυλακτικόν παρασκευασθέν με δώδεκα κόκκους παντζεχρίου, με σιρόπι λεμονιού, ροδιών και λοιπών, συμφώνως προς την συνταγήν, πέντε φράγκα». Α! κύριε Φλεράν, μην το παρακάνης, σε παρακαλώ. Αν εξακολουθήσης να είσαι τόσο ακριβός, κανείς δε θα θέλη πεια να είναι άρρωστος: Αρκέσου στα τέσσερα φράγκα. Είκοσι και σαράντα σόλδια.

ΛΗΡ Ο βασιλέας θέλει της Κορνουάλλης να ιδή τον δούκα! Ο πατέρας ο ακριβός, την κόρην του να ομιλήση θέλει! Τους το επληροφόρησες αυτό; — Μα την ζωήν μου! Ανάπτει , λέγει! Να ειπής τον δούκα, που ανάπτει ... Αλλόχι. Όχι· άφησε.

Πώς να μη μαλώσουν, αφού η θεια του η Καβούλαινα ήθελε να τον παντρέψη με το μέρος όπου επροτίμα αυτή, χωρίς να λάβη την άδειαν και της θειας του της Χαρανίνας. Ήτον, αλήθεια, ακριβός και περιζήτητος γαμβρός ο Στάμος.

Καλλίτερε μου φίλε, ευγενικέ Τυβάλτη μου, ω νέε τιμημένε, να ζήσω μ' έμελε νεκρόν να σε μοιρολογήσω! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τι συμφορά είναι αυτή και τι ανεμοζάλη; 'Σκοτώθηκ' ο Ρωμαίος μου, κι’ απέθαν' ο Τυβάλτης; Κι ο ακριβός εξάδελφος, κι’ ο ποθητός μου άνδρας; Ας αντηχήση το λοιπόν Δευτέρα Παρουσία! Εάν απέθαναν κ' οι δυο, τότε ζωή πού μένει;

Είταν ασάλευτος, και τα στήθια του ματωμένα. Είταν πεθαμμένος ο ακριβός μου! Και καθώς που στέκουμουν και τον έβλεπα, ξερή σαν την πέτρα, έρχουνται πάλι και με τραβούνε μέσα οι σκύλοι. Φοβηθήκανε μην τους ξεφύγω. Εμένα τώρα με βασανίζανε δυο στοχασμοί. Ο ένας να γλυτώσω το γέρο, ο άλλος, &να σκοτώσω& τους φονιάδες του Γιώργη μου. Αυτοί οι Τούρκοι είταν ξένοι. Δε μας ήξεραν.

Αι αξιώσεις των καλλιτεχνών τούτων περιωρίζοντο εις το να μη αποθάνωσι της πείνης, ο δε βίος δεν ήτο τότε όπως σήμερον ακριβός.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Ακριβέ ξένεότι κανείς των ξένων από πέρα 350 συνετός τόσο και ακριβόςτο δώμα μου δεν ήλθε, τόσ' είναι σύνεσις πολλή και σκέψις 'ς ό,τι λέγεις,— τώρ' έχω εγώ γερόντισσαν, γνώσιν και νουν γεμάτην, αυτήν, 'που γλυκανάστησε τον άμοιρον εκείνον, και απ' της μητρός του την κοιλιά τα χέρια της τον πιάσαν· 355 αυτή, και ας είναι αδύναμη, τα πόδια θα σου νίψη.