Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Έγινε όλη κίτρινη, μαραμμένη σαν κομμένο λουλούδι. Έλυωνε, έσβυνε το κορμί της λαμπάδα μπροστά στην αγάπη της. Ένα κομμάτι από τη φωτογραφία ήταν στα πόδια της και το πάτησε με τη μύτη του παπουτσιού της. Περίμενε να πονέση το χαρτί, να βγάλη φωνή, να της ειπή «μη!». Όχι· τίποτα. Έν' άλλο κομμάτι είχε πέσει στην ποδιά της. Το πήρε, το κύτταξε καλάκαλά.

Εφοβούμην μη κληθώσι και άλλοι· και τότε ο φίλος μου θα ηρνείτο να ψάλη. — Όχι· μοι απήντησεν. Ο κυρ Στρατής, εγώ και συ. Και μετ' ολίγον επανέλαβεν: — Όχι. Εξέχασα. Θα είνε και αι δύο γειτόνισσαίς του, αι δύο . . . πώς της λένε; πες ταις ντε . . . αι δύο . . . χιλιάρικαις!

Όχι, είπε, κράτησε τα κι' αύριο μου τα δίνεις· να κάνουμε πρώτα το χαρτί. — Τι χαρτί; χαρτί είν' ο λόγοςτους καλούς ανθρώπους· δεν θέλω. — Α, όχι· εδώ έχομε ζωή και θάνατο· αύριο κάνουμε το χαρτί και μου δίνεις τα λεφτά. Αλλ' ο Δημήτρης επέμενε και ο βλαχοποιμήν τέλος κατεπείσθη να λάβη τα χρήματα και την Κυριακήν εστεφάνωσε την κόρην του.

— Η συγγενής σας ; εφώναξε ο Περαχώρας, κυττάζοντας προσεχτικώτερα την κόρη. — Όχι· δηλαδή ναι, συγγενής μας· εμάσισε ο Αριστόδημος· μα δεν έχουμε καμιά σχέση μαζί της. — Πώς, αφού είνε συγγενής σας; τον ρώτησε ο Αλαμάνος. — Μακρινή συγγένεια· είνε αίμα μας αλλά νοθεμένο. — Ξέρω, ξέρω· τον έκοψε ο Περαχώρας· τη μητέρα της την ατίμασε κάποιος Χαγάνος.

Τους ναύτες όχι· μήπως εκείνοι τους εγέννησαν; Έκλαιαν τα χέρια που ήσαν ανίκανα να τους αποδώσουν δουλεύοντας την προκαταβολή. Τα χαμένα χρήματά τους έκλαιαν. Και τα περισσότερα είχε χαμένα ο Πέτρος Πίπιζας. Κάπου δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές. Άφες τη ζημία· δεν είχε και ανθρώπους αρκετούς να κάμη τη δουλειά του.

Εκείνος δε, αφ' ού περιεπάτησε, μόλις είπεν ότι αισθάνεται βάρος εις τα σκέλη, επλάγιασεν ανάσκελα, διότι ο άνθρωπος έτσι διέταξε να κάμη· και συγχρόνως αυτός, ο οποίος έδωκε το δηλητήριον, εγγίζων αυτόν, αφ' ού επέρασεν ολίγος καιρός, εξήταζε τους πόδας και τα σκέλη του και έπειτα πιέσας δυνατά τον πόδα του τον ηρώτησεν αν αισθάνεται· εκείνος δε είπεν ότι όχι· κατόπιν επίεσε τας κνήμας του και προχωρών εις τα επάνω μέρη του σώματος με πιέσεις εδείκνυε το σώμα του και εις ημάς ότι εκρύωνε και επάγωνε το σώμα.

Ναι, αλήθεια, μάνα· του Ραχιώτη το καράβι, ακούς, οπού έλειπε καιρό και καιρό, κ' ήταν φόβος, δεν ήθελε η Ραχιώταινα, ακούς, να πάρη την Γκότσαινα να της κάμη τα μάγια μέσ' το αυγό, να ιδή με τα μάτια της η καπετάνισσα ανίσως είνε καλά το καράβι ή όχι· και τότε η Γκότσαινα της λέει· κι' αν φοβάσαι τα μάγια, πέσε στα θεοτικά· πάρ' ένα κορίτσι απάρθενο, αθώο, ως ένδεκα χρονών να είνε, κατέβασ' ένα 'κόνισμα απ' το 'κονοστάσι, δος της το στα χέρια να το κρατή ώρα πολλή, και να το κυττάζη ατράνταχτα, χωρίς να ξεκολλήση ούτε στιγμή απ' το 'κόνισμα το μάτι.

Σωκράτης Ας σκεφθώμεν λοιπόν, ένα έκαστον παίρνοντες εξ αρχής, ποία είν' εκείνα που μας ωφελούν· λέγομεν λοιπόν ότι είναι η υγεία και η δύναμις και το κάλλος και ο πλούτος· τα τοιαύτα και τα όμοια μ' αυτά τα λέγομεν ωφέλιμα· ή όχι; Μένων Ναι. Σωκράτης Αυτά δε τα ίδια κάποτε και βλάπτουν· ή έχεις αντίθετον γνώμην; Μένων Όχι· έτσι νομίζω ότι είναι.

Το νερό πρασινογάλαζος αιθέρας έφτανε ως κάτω στον πυθμένα και μου έδειχνε ξερά τα φύκια, όχθους εδώ απόκρημνους, εκεί αμμόστρωτες απλωσές σουφρωμένες, ζεστές, των νεράιδων κρεβάτια μαλθακά και απάρθενα. Το γιούσουρι όμως όχι· κανένα σημάδι για τ' ονειρεμένο μου δεντρί. Έλεγα ν' αφήσω το γυαλί και να ξαπλωθώ στο κατάστρωμα.

ΡΩΜΑΙΟΣ Τον εαυτόν μου έχασα· δεν είμ' εδώ· Ρωμαίος δεν είν' αυτός που σου λαλεί· είναι αλλού εκείνος, ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Ειπέ μου τώρα σοβαρά ποιαν αγαπάς; ΡΩΜΑΙΟΣ Τι θέλεις; Ν' αναστενάξω και να ‘πώ; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Ν' αναστενάξης; όχι· πλην σοβαρά, ποια είν' αυτή 'που αγαπάς, ειπέ μου. ΡΩΜΑΙΟΣ ‘Πέ σοβαρά τον ασθενή να κάμη διαθήκην! 'Σ ένα που κείτεται βαρυά, βαρύς ο λόγος είναι.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν