Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Ήρχετο κατόπιν μου και θαυμάζω και εγώ τι να έγεινε. — Αί! παιδί, είπεν ο Αγάθων αποτεινόμενος προς ένα δούλον, δεν κυττάζεις πού να είναι ο Σωκράτης και να τον φέρης μέσα; Συ δε, Αριστόδημε, ξαπλώσου κοντά εις τον Ερυξίμαχον· Και διέταξε τον δούλον να μου πλύνη τους πόδας διά να ξαπλωθώ.

Αλλ' αυτός απήντησεν ότι είνε γυναικώδες και μαλθακόν να κάθεται κανείς εις καθέκλαν ή σκαμνί, «όπως σεις που είσθε σχεδόν ανάσκελα ξαπλωμένοι πάνω σ' αυτά τα μαλακά κρεββάτια και εις πορφύραν και τρώγετε• εγώ και όρθιος μπορώ να δειπνήσω και να περπατώ συγχρόνως• και αν κουρασθώ θα στρώσω χάμω τον μανδύαν μου και θα ξαπλωθώ, ακουμβώντας εις τον αγκώνα μου, όπως ζωγραφίζουν τον Ηρακλή». «Κάμε όπως σου είνε πλέον ευχάριστον» είπεν ο Αρισταίνετος.

Το νερό πρασινογάλαζος αιθέρας έφτανε ως κάτω στον πυθμένα και μου έδειχνε ξερά τα φύκια, όχθους εδώ απόκρημνους, εκεί αμμόστρωτες απλωσές σουφρωμένες, ζεστές, των νεράιδων κρεβάτια μαλθακά και απάρθενα. Το γιούσουρι όμως όχι· κανένα σημάδι για τ' ονειρεμένο μου δεντρί. Έλεγα ν' αφήσω το γυαλί και να ξαπλωθώ στο κατάστρωμα.

Ανάθεμά σε, ξενητειά, με τα φαρμάκια πώχεις! Θα πάρω έναν ανήφορο να βγω σε κορφοβούνι, Να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι, Να βρω και μια κρυόβρυσι, να ξαπλωθώ 'ςτόν ίσκιο, Να πιω νερό να δροσισθώ, να πάρω 'λίγη ανάσα, Ν αρχίσω να συλλογισθώ της ξενητειάς τα πάθη. Να ειπώ τα μαύρα ντέρτια μου και τα παράπονά μου. Άνοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένο αχείλι.

Τώρα λοιπόν εις το παρόν εδώ φθάσας, εγώ μεν έχω επιθυμίαν να ξαπλωθώ, συ δε έκλεξε αυτήν την θέσιν με την οποίαν νομίζεις ότι ευκολώτατα θ' αναγινώσκης και αναγίνωσκε. Φαίδρος Άκουε λοιπόν. Λόγος τον Λυσίου Διά μεν τα ιδικά μου αισθήματα γνωρίζεις καλά, και καθώς νομίζω έχεις ακούσει ότι συμφέρει εις ημάς τους δύο η εκπλήρωσις των πόθων μου.

Ήθελα να καταβώ μια κάτω, να ξαπλωθώ, για να δοκιμάσω . . . πρέπει να τεντωθώ καλά . . . Η παιδίσκη ακουσίως εγέλασε. — Πού σ' αφίνει, θειά, είπεν, η καμπουρίτσα που έχεις, για τα ξαπλωθής, να δοκιμάσης; . . . Η γραία εμόρφασε. — Μπα! είπε, δεν έχω καμπούρα, πού την ηύρα την καμπούρα; . . . Κ' έφερε την χείρα οπίσω εις την ράχιν της.

Έτοιμος ήμουν να την παραιτήσω και να ξαπλωθώ, προσμένοντας ήσυχα τον θάνατο. Αλλά στην ώρα που έκανα τη σκέψι ακούω τον ναύκληρο να φωνάζη από την πλώρη: — Πανί, παιδιά! ένα πανί!... — Ένα πανί! φωνάζω κ' εγώ χωρίς να ιδώ τίποτα. Είδαμε τέλος όλοι μακριά ένα μικρό χαμηλό πανάκι που αρμένιζε τον μαΐστρο. Δεν ήταν μεγαλήτερο από φούσκα και όμως εφάνηκε θεόρατο. Με μιας εζωντάνεψα.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν