United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα μου το πλήρωση ο μικρός Κλώσος, έλεγεν ενώ επέστρεφε. Θα τον σκοτώσω! Εκείνην την ημέραν είχεν αποθάνει η νόνα του μικρού Κλώσου. Ήτο κακή και ανάποδη γραία, αλλ' ο εγγονός της την ελυπήθη, την έβαλεν εις το κρεβάτι του, και την εσκέπασε ζεστά ζεστά με την ελπίδα ίσως την ζωντανεύση. Εκεί την άφησεν όλην την νύκτα, αυτός δε εκάθισε να κοιμηθή εις μίαν καθέκλαν.

Η Πηγή έτρεξεν, αλλ' επρόλαβεν ο Μανώλης κεκατέβασεν εκ του ώμου του γέροντος το ξύλον. Ο Θωμάς απήντησεν εις την προθυμίαν του Μανώλη με βλέμμα σκυθρωπής εκπλήξεως, το οποίον εστράφη ερωτηματικόν προς την θυγατέρα του, ως να της έλεγε· τι θέλει αυτός εδώ; Εκάθησεν έπειτα με στεναγμόν κοπώσεως εις μίαν καθέκλαν, απέβαλε το φέσι και με τον λιχανόν απεστλέγγισε τον ίδρωτα του μετώπου του.

Και τέλος πάντων ήλθεν ο Βαβυλώνιος, ο οποίος εθεράπευσε τον Μίδαν με μίαν επωδήν έβγαλε το δηλητήριον από το σώμα του, προσέτι δε εκρέμασεν εις το πόδι του ένα κομμάτι πέτρα, το οποίον είχε κόψει από την επιτύμβιον στήλην του τάφου μιας παρθένου• ο δε Μίδας εσήκωσε την καθέκλαν επί της οποίας τον είχα φέρει και έφυγε διά το αμπέλι.

Εις τόσην δε ευθυμίαν είχε φθάση ο Σαϊτονικολής, ώστε ήρχισε να σιγοτραγουδή ένα παλαιόν τραγούδι: Νάμουνε νειος κι' απάντρευτος και πλούσιος κι' αντρειωμένος ... Ο Μανώλης εκάμπτετο, χωρίς να το θέλη, και εις την αμηχανίαν του ήρχισε να πελεκά με το μαχαίρι του την καθέκλαν επί της οποίας εκάθητο.

Κιάν δε μ' οχτρεύγεσαι ακόμη, είπε με μειδίαμα η Πηγή, κόπιασ' από μέσα. Ο Μανώλης εισήλθε κατακόκκινος από εντροπήν και χαράν. — Καλώς τονε το μανισμένο! είπεν η Πηγή, ακτινοβολούσα. Και αφού του προσέφερε καθέκλαν, εκάθησε και αυτή απέναντι εις το «σανίδι» του αργαλειού. — Εγώ 'λεγα πως δε θα μου ξαναμίλιες μπλειο ... εξηκολούθησε.

Ενώ ελέγαμεν αυτά εισήλθαν οι γυοί του Ευκράτους, ερχόμενοι από το γυμναστήριον, εκ των οποίων ο μεν ένας έχει ήδη υπερβή την ήβην, ο δε άλλος είνε δέκα πέντε περίπου ετών, και αφού μας εχαιρέτησαν εκάθησαν εις την κλίνην πλησίον εις τον πατέρα των• δι'εμέ δε έφεραν καθέκλαν.

Αλλ' αυτός απήντησεν ότι είνε γυναικώδες και μαλθακόν να κάθεται κανείς εις καθέκλαν ή σκαμνί, «όπως σεις που είσθε σχεδόν ανάσκελα ξαπλωμένοι πάνω σ' αυτά τα μαλακά κρεββάτια και εις πορφύραν και τρώγετε• εγώ και όρθιος μπορώ να δειπνήσω και να περπατώ συγχρόνως• και αν κουρασθώ θα στρώσω χάμω τον μανδύαν μου και θα ξαπλωθώ, ακουμβώντας εις τον αγκώνα μου, όπως ζωγραφίζουν τον Ηρακλή». «Κάμε όπως σου είνε πλέον ευχάριστον» είπεν ο Αρισταίνετος.

Τα εφαντάσθη αυτά ο Ναστραδίν Χότζας, ο οποίος έπαθεν απεριγράπτους συμφοράς, διότι ωνειρεύθη ότι εκάθητο επάνω εις μίαν καθέκλαν, η οποία ήτο επάνω εις ένα αυγό, το οποίον ήτο επάνω εις ένα μιναρέ; Αλλά διατί τρέχουν έτσι αυτοί οι άνθρωποι;

Μόλις δε μας είπαν αυτά, είδαμεν τον Μίδαν να τον φέρουν επάνω εις καθέκλαν οι άλλοι δούλοι, και ήτον ολόκληρον το σώμα του πρισμένον και μαυροκίτρινον, είχεν αρχίσει να σήπεται και μόλις ανέπνεε.

Ο έπαρχος μετά πολλής προθυμίας επωφελήθη της παρουσιασθείσης ευκαιρίας προς συνδιάλεξιν. — Δεν κάθεσαι; εξηκολούθησε, δεικνύων δύο καθέκλας πλησίον του. Κάθισε και συ και του λόγου του, έως ότου να έλθη η σειρά σας. Θα περιμένετε αρκετήν ώραν. Η γραία έστρεψεν επιδεξίως τον τυφλόν με τα νώτα προς την καθέκλαν και τον έσπρωξε σιγά σιγά, μέχρις ου ησθάνθη, όπισθέν του το κάθισμα.