United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενίοτε, λίθοι τινές, από ύψος κατερχόμενοι, έπιπτον με ορμήν και κακίαν κατά του προσώπου της. Τους τελευταίους τούτους εφαίνετο πράγματι ως να τους εσφενδόνιζεν αόρατος χειρ κατά της κεφαλής της. Αφού τέλος, μετά τόσον λιθοβόλημα, έφθασεν εις την Σκοτινήν Σπηλιάν, την πρώτην ημέραν, εκάθισε κι' αγνάντευε το πέλαγος.

Ήτο μεσημβρία, και ο Κύριος ημών κεκμηκώς εκάθισε παρά το φρέαρ. Τότε η μοναξία Του διεκόπη διά της εμφανίσεως μιας γυναικός.

Σε λίγο εμπήκε στην αυλίτζα μικρού, φτωχικού σπητιού. — Η γιαγιά η γιαγιάκα· ακούσθηκε η χαροπή φωνή μικρού αγοριού και στη στιγμή, δύο παιδάκια, εφτά χρονών το αγόρι και πέντε το κοριτζάκι έτρεξαν, αγκάλιασαν την γρηά και την έμπασαν στην κάμαρα μικρού σπιτιού και την έβαλαν κ' εκάθισε. Στη στιγμή ευγήκε η κόρη της. — Αχ! μανούλα! πώς τ' αποφάσισες; Η γρηά δεν απεκρίθηκε· ήθελε ν' ανασάνη.

Εν τούτοις ο Τρέκλας, βλέπων το ανωφελές της καταδιώξεως, μετέβαλε τακτικήν, και επανελθών εις τον μύλον εκάθισε και ήρχισε να πλέκη το καλάθιον. Ο Χόμο, μη ων πανούργος, ενόμισεν ότι ο θυμός του παρήλθε, και επέστρεψε προς αυτόν σείων την ουράν. Αλλά τότε ο Τρέκλας αρπάζει αιφνιδίως τον Χόμο από του λαιμού και τον έτυπτεν ασπλάγχνως. Και όμως ο κύων δεν εμνησικάκει.

Και συγχρόνως ψάχνων εύρε το σκαμνί, εκάθισε πλησίον εις τους πόδας μου και είπε· το εσπέρας βέβαια, πολύ αργά, αφ' ου έφθασα από την Οινόην· διότι ο δούλος μου Σάτυρος μου έφυγε κρυφά· εν ώ λοιπόν είχα σκοπόν να σου είπω, ότι θα τον κυνηγήσω να τον εύρω, ήλθεν άλλο πράγμα εις τον νουν μου και ελησμόνησα τούτο.

Κι ο Διονυσιοφάνης όντας καλοκαιριά, έστρωσε εκεί εμπρός στη σπηλιά χλωρά φύλλα κι αφού εκάθισε χάμω όλους τους χωριάτες τους έβανε πλούσιο τραπέζι. Ήτανε εκεί ο Λάμωνας κ' η Μυρτάλη, ο Δρύαντας κ' η Νάπη, του Δόρκωνα το συγγενολόι, του Φιλητά τα παιδιά, ο Χρώμης κ' η Λυκαίνιο· δεν έλειπε μήτε κι ο Λάμπης που τόνε συχώρεσαν.

Έπειτα εστάθη προς μικρόν, επέστρεψε πάλιν εις την θύραν του κοιτώνος, έκλεισεν αυτήν ως και την άλλην θύραν του δωματίου του, την φέρουσαν εις τον διάδρομον, και ελθών εκάθισε προ του τραπεζίου του, εις ου τον σύρτην έσπευσε να κρύψη το βιβλίον. — Δεν πιστεύω, είπε καθ' εαυτόν, να ζητήση ως το βράδυ το βιβλίον της η Ελένη.

Ο Καλίφης βλέποντας μίαν τέτοιαν ωραιότητα έμεινεν εκστατικός από τον θαυμασμόν του. Αυτή επλησίασε προς αυτόν, και αφού τον επροσκύνησεν εκάθισε κοντά του.

Απήγγελλεν έτι, ότε ο Λιάκος, αφίνων ελευθέραν επί τέλους την χείρα του, ηγέρθη αίφνης και στρεφόμενος προς τον δρόμον εχαιρέτισεν υποκλινώς. Ο Κ. Πλατέας έστρεψε τους οφθαλμούς προς τους χαιρετιζομένους και είδε τα νώτα ενός κυρίου προβεβηκότος την ηλικίαν και δύο κομψών κυριών εκατέρωθεν αυτού. Δεν εβράδυνε ν' αναγνωρίση την τριάδα και εκ των όπισθεν. Ο Διάκος εκάθισε πάλιν. Ήτο κατακόκκινος.

Βαθειά εκράτησε σιγή• και όλα τα ποτήρια πάλι ξαναγεμίσανε από κρασί της Βίβλου• στην ίδια εκείνη τη στιγμή κατέβηκε στο χώμα μια συντροφιά περιστεριών, που άφοβα φωλιάζουν εις του Λοξία το ναό• μόλις τα περιστέρια εδοκιμάσαν το κρασί, καθίζοντας στα χείλια του ποτηριού, το ρούφηξεν ο φτερωτός λαιμός τους: αλλά δεν πάθαν τίποτε απ' το κρασί που ήπιαν• μα εκείνο, που εκάθισε στου νέου το ποτήρι και ρούφηξεν απ' το πιοτό, το φτερωτό κορμί του ταράχθηκε, σπαρτάρισε, και άρχισε να βγάζη τρελλές και θλιβερές κραυγές• οι σύνδειπνοι απορούνε γι' αυτούς τους πόνους του πουλιού, μα εκείνο σπαρταράει, τα πόδια τα κοκκινωπά ανοίγει και πεθαίνει.