United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όταν δεν υπάρχη φύσις, είπεν ο κ. Π. μετ' εμφάσεως δογματικής, δεν υπάρχει ποίησις. — Βέβαια, είπον εγώ, επιδοκιμάζων το αξίωμα, αφίνων όμως υπεύθυνον διά τον δεύτερον όρον του συλλογισμού του τον κ. Π., όστις δεν εζήτει να εύρη την φύσιν ειμή επί του άκρου του σιγάρου του. — Άλλο πράγμα η Καλκούττα! — ανεφώνησεν ο κ.

Ο μέγας Δάντης, ωνόμαζε τους τοιούτους μ α σ τ ρ ω π ο ύ ς, αλλ' εις εμέ ούτε το όνομα ούτε το επάγγελμα αρέσκει. Αφίνων λοιπόν αμφότερα ταύτα εις τον Πλάτωνα, τον Οβίδιον, τον Πετράρχην και τους γλυκαναλάτους οπαδούς των θέλω παριστά αείποτε την αλήθειαν γυμνήν και ακτένιστον, οία εκ του φρέατος εξήλθεν.

Αλλ' η επιστολή μου καταντά πολύ εκτεταμένη, ενώ αι στήλαι της εφημερίδος σας είναι δωρικού ρυθμού, ήγουν κονταί και δυσανάλογοι, με την γεροντικήν μου πολυλογίαν. Αφίνων λοιπόν δι’ άλλην φοράν την εξακολούθησιν ή μάλλον την αρχήν των όσα είχα να σας ειπώ περί ηθικής, σας παρακαλώ να με πιστεύετε πρόθυμον δούλον και συνδρομητήν σας Αγρίνι, 10 Μαΐου 1866 Αξιότιμε κ. Εκδότα της «Αυγής»,

Αλλά πριν αποφασίσω περί τούτου, νομίζω αναγκαίον να εξετάσωμεν ολίγους τινάς και του παρόντος αιώνος σατυρικούς συγγραφείς. Επειδή όμως η επιστολή μου κατήντησε μακροτέρα φθινοπωρινής νυκτός, αφίνων την εξέτασιν ταύτην διά την ακόλουθον διατελώ, κ. εκδότα Πρόθυμος δούλος σας ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΥΡΛΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ Γη Αγρίνι 20 Μαΐου 1866 Αξιότιμε κ. εκδότα της «Αυγής»,

Το πότισαν! Η ιδέα η ασφαλής πλέον, ότι εμάγευσαν τον υιόν του, εξιλέωνεν αυτόν ενώπιον της πατρικής εξουσίας, της φοβεράς αυτής δυνάμεως. — Χάρισμά σου, βρε! Τω λέγει τότε αποφασιστικώς· και αφίνων άλλον ένα ευρύν αναστεναγμόν από τα βάθη της καρδίας, του, ως ανακουφιζόμενος από αφορήτου άχθους. — Άιντε, και να φύγης! Να μη σε ιδούν τα μάτια μου!

Συμμορφωνόμενος προς την παραγγελίαν αυτήν ο Απόλλων, και το πρόσωπον μετέστρεφε, και συνέλκων το δέρμα από παντού προς την καλουμένην τώρα κοιλίαν, όπως τα σουρωτά πουγγιά, το έδενεν αφίνων ένα μόνον στόμιον εις το μέσον της κοιλίας, το καλούμενον ομφαλός.

Και επιβαίνων μεγαλοπρεπώς του κ ά ρ ρ ο υ, δράττεται των χαλινών, και οδηγεί αυτό εις την Αστυνομίαν, αφίνων εις τους διαβάτας να μεριμνήσωσι περί του μωλωπισθέντος χωρικού. — Πώς σου εφάνη η σκηνή; ερωτά ο μεσίτης τον φίλον του. — Ας επιστρέψωμεν, απαντά εκείνος, χωρίς ν' απαντήση.

Απήγγελλεν έτι, ότε ο Λιάκος, αφίνων ελευθέραν επί τέλους την χείρα του, ηγέρθη αίφνης και στρεφόμενος προς τον δρόμον εχαιρέτισεν υποκλινώς. Ο Κ. Πλατέας έστρεψε τους οφθαλμούς προς τους χαιρετιζομένους και είδε τα νώτα ενός κυρίου προβεβηκότος την ηλικίαν και δύο κομψών κυριών εκατέρωθεν αυτού. Δεν εβράδυνε ν' αναγνωρίση την τριάδα και εκ των όπισθεν. Ο Διάκος εκάθισε πάλιν. Ήτο κατακόκκινος.

Μετά δε πεισματώδη πάλην κατώρθωσε τέλος ο Κορβίνος να διαφύγη κακώς έχων τας χείρας του παρωργισμένου αντιπάλου, αφινών αυτώ ως λάφυρον τεμάχιον της κουκούλας του, ως ο Ιωσήφ τον μανδύαν του εις την γυναίκα του Πετεφρή. Αλλ’ εις τούτο μόνον περιορίζεται, νομίζω, η μεταξύ αυτού και του υιού του Ιακώβ ομοιότης.

Νά, ο μπάρμπα Γιωργός ξεύρει. Ο μπάρμπα-Γιωργός θα μας πη την αλήθεια, που έρχεται από τον Άγι-Αντώνη. Ήξευραν αι γυναίκες, ήξευρεν όλον το χωρίον, ότι ο γέρων βοσκός εύρισκεν ύλην ζωής εις τα τοιαύτα τα οποία παρηκολούθει, υπομένων οδοιπορίας και νηστείας και αφίνων το εκ προβάτων ποίμνιόν του.