United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί θαρθούν ακρίβειαι εις την Αθήνα, θάρθουν από την Πόλι οι ομογενείς και από τη Λόνδρα και θα φέρουντην Αθήνα την ακρίβεια και την κακή ασθένεια, ήγουν τα λούσα. Έπειτα δεν θα πανδρευθής κιόλας; Το Σπύρο θα κάθεσαι να περετάς; Μη τον λυπάσαι. Η ανάγκη θα τον κάμη να κυττάξη ναυρή δουλειά. «Άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς... » Ούτε ο γέρως όμως έπεφτεν, ούτε η βουλή διελύετο.

Ώστε η ευσέβεια σύμφωνα με τον ορισμόν σου αυτόν είνε επιστήμη ζητήσεως και δόσεως, ήγουν να ζητή κανείς να λάβη από τους θεούς και να χαρίζη εις αυτούς. Ευθύφρων. Πολύ ωραία εννόησες, ω Σώκρατες, ό,τι είπα. Σωκράτης. Βεβαιότατα, ω φίλε μου, διότι είμαι εραστής της σοφίας σου και έχω αφιερώση όλην την προσοχήν μου εις αυτήν, ώστε ό,τι και αν είπης, δεν θα είνε χαμένον.

Λέγει το βόιδι· ειπέ μου, να ζης, τι ήκουσες; ήξευρε ότι ο αυθέντης μας είπε του γεωργού αυτά τα θλιβερά λόγια, ήγουν, επειδή και το βόιδι δεν τρώγει, ούτε ημπορεί να σταθή εις τα ποδάρια του, αύριον να κράξης τον μακελλάρην να το σφάξη, και το μεν κρέας το αλατίζομεν, το δε δέρμα του το δίδομεν να το αργάσουν, διότι θέλει μας χρειασθή.

Μα και όταν λεν πως δεν επρόβλεπαν τέτοιο κατρακύλισμα της Τουρκιάς, δε μιλούν ειλικρινά. Το πρόβλεπαν, σαν πολιτικοί που είναι, και αν δεν είχαν όρεξη να καλοξετάσουν τα ζητήματα οι δικοί μας, ήταν γνωστό όμως πως οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι γι' αυτό μονάχα θα πολεμούσαν, για να ξεπατώσουν ήγουν την Τουρκιά και να μοιραστούν τη λεία. Λίγο τους έννοιαζε αυτούς για μεταρρύθμισες και τέτοια.

Λέγε τώρα, τι θέλεις να πης; — Το είπα. — Τι είπες; — Αυτό οπού είπα ίσα ίσα. — Ήγουν; — Ότι, αν ήμουν εις την θέσιν σου... — Ε, και τι; — Θα τα είξευρα όλα. — Πιστεύεις; — Και δεν θα μου διέφευγε τίποτε. — Αλλά πώς θέλεις να το κατορθώσω εγώ αυτό; — Δεν ειξεύρω. — Τότε μη λέγης. — Διαφέρει, αν ήμουν εγώ. — Θα το κατώρθωνες; — Βέβαια. — Με ποίαν τέχνην; — Δεν ειξεύρω. — Αλλ' όμως;

Και εστοχάζετο μερικές φορές πως έπρεπε να ήτον υπόχρεη του γέροντος διά τα τόσα καλά που εχαίρονταν· και μέσα εις την καρδίαν της εδιαφύλαττε κάποιαν υποχρέωσιν προς τον Δαλήκ, ο οποίος, με όλον που της έκαμε αυτές τες χάρες και την εστόλιζε με τόσα λαμπρά φορέματα, και με διάφορα διαμαντικά, δεν έλειψε που να μην φυλάττη και τα όσα της έταξεν, ήγουν που να μην την βιάση με κανένα τρόπον διά να τον στεφανωθή, και να μην κάμη χωρίς την θέλησίν της κανένα πράγμα, διά τα οποία όλα αυτά δεν έλειπε που να μη δείχνη κάποιαν ευχαριστίαν προς αυτόν αλλά δεν ανταπεκρίνετο εις την αγάπην του, και δεν τον έβλεπε μετά χαράς.

Ο ψαράς ευθύς βλέποντας τόσον πλήθος ψάρια έρριξε τα δίκτυά του, και έβγαλε μόνον τέσσαρα· και όταν τα είδεν, εθαύμασεν διά τέτοιον παράδοξον φαινόμενον, ότι ήσαν δηλαδή τεσσάρων λογιών χρώματα τα ψάρια, ήγουν άσπρα, κόκκινα, γαλάζια και κίτρινα και τα τέσσαρα που έπιασαν ήτον το καθένα από αυτά τα χρώματα· και καθώς αυτός δεν είχεν ιδεί ποτέ παρόμοια ψάρια, όσον τα εστοχάζετο τόσον και ελάμβανε καλάς ελπίδας να κερδίση αρκετήν ποσότητα από αυτά.

Άρχισε δε ο νέος βασιλεύς την ιστορίαν του με τον ακόλουθον τρόπον λέγοντας: Ο πατήρ μου που εξουσίαζεν εις τούτο το βασίλειον ωνωμάζετο Ισμαήλ και τούτο το νησίον λέγεται των Μελανών Νησίων, και έλαβε την ονομασίαν από τους τέσσαρας λόφους που το περικυκλώνουν· η βασιλική καθέδρα του πατρός μου, ήγουν η πρωτεύουσα, ήτον εις την τοποθεσίαν οπού τώρα βλέπεις αυτήν την λίμνην και η συνέχεια της ιστορίας θέλει σου φανερώσει την ελεεινήν μεταμόρφωσιν του βασιλείου μου.

Ετούτος ο μέγας άνθρωπος, μου είπεν, ήξευρεν ένα μεγάλον αριθμόν σεκρέτα, ήγουν απόκρυφα, όλα πολλά περίεργα. Αυτός από την πολλήν αγάπην που επήρε, μου έδειξεν ένα σεκρέτον πολλά θαυμαστόν, και μου παρήγγειλε κανενός να μη το ειπώ με όρκον.

Υπάρχει και κάτι εις αυτά τα πράγματα ωσάν αυτό όπου θα είπω, δηλαδή ανάμεσα εις όλα τα ζεύγη των εναντίων δύο γεννήσεις, επειδή αυτά είναι από δύο, ήγουν από τα έν εις το άλλο και πάλιν δευτέραν φοράν από το δεύτερον εις το πρώτον; Διότι μεταξύ ενός πράγματος μεγαλυτέρου και ενός μικρότερου υπάρχει αύξησις και ελάττωσις· και έτσι λέγομεν ότι το μεν έν αυξάνει, το δε άλλο μικραίνει.