Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Τας άκρας της άνω σινδόνος εστόλιζε κόκκινος μαίανδρος και άλλος πλατύτερος τα παραπετάσματα· τα εφαπλώματα ήσαν μεταξωτά και το εκ πτερού σκέπασμα των ποδών άνωθεν κεντητόν με υπόραμμα εκ χρυσίζοντος ατλαζίου. Εις δε τον τοίχον εθάμβωνε την δράσιν χρυσάργυρος Παναγία μ' ερυθράν κάτωθεν κανδήλαν· ουδ' έλειπαν τα βάγια, τα φυλακτά, οι σταυροί και η κογχύλη του Παναγίου Τάφου.
Ο καπετάν- Γιάννης καταχαρούμενος εφουμάριζεν εις την πρύμνην διασκευάζων με μίαν παράταξιν δελφίνων, υπερηφάνως εξελισσομένην προ του Ελλησπόντου, ο δε Γιωργάκης, αφηρημένος πάντοτε, ακκουμβών επάνω εις την κωπαστήν, έβλεπε με λαιμαργίαν ευλαβή ένα ερημοκκλησάκι, το οποίον κατάχρυσον εις το ηλιοβασίλευμα εστόλιζε την κορυφήν εκεί ενός λοφίσκου.
Τρικούπης αναφέρει περί του Καραϊσκάκη εις τον λόγον, τον οποίον απήγγειλε την 24 Απριλίου 1827, μετά τον θάνατον του στρατηγού· «Άτρομος πάντοτε εις τους πολέμους, ατρομώτερος πολύ εφάνη καθ' ο διάστημα ήτον αρχηγός των κατά την Στερεάν Ελλάδα στρατευμάτων· τότε είχε ψωμί και αυτός, όταν είχαν και οι αγαπητοί του Έλληνες· η κλίνη του ήτον κλίνη απλού στρατιώτου· πρωταγωνιστής επαρουσιάζετο, και την τιμήν του αγώνος όλην την απέδιδεν εις άλλους· ενθουσιασμένος διά την παληκαριάν, ως παληκάρι και ο ίδιος, την ετιμούσεν όπου την έβλεπε και την αντάμειβε πλουσιοπάροχα· τους γνωστούς διά την ανδρείαν τους έκραζε κατ' όνομα, όταν εξεσπάθωνεν εν καιρώ μάχης, διά να τον ακολουθήσουν· έβγανε τα πιστόλια του από την μέσην του και με αυτά εις ανταμοιβήν παληκαριάς εστόλιζε του παληκαριού την μέσην· έλυε την ζώνην του και έδιδεν εις τας ανάγκας του πολέμου και το ύστερον νόμισμά του».
Και εστοχάζετο μερικές φορές πως έπρεπε να ήτον υπόχρεη του γέροντος διά τα τόσα καλά που εχαίρονταν· και μέσα εις την καρδίαν της εδιαφύλαττε κάποιαν υποχρέωσιν προς τον Δαλήκ, ο οποίος, με όλον που της έκαμε αυτές τες χάρες και την εστόλιζε με τόσα λαμπρά φορέματα, και με διάφορα διαμαντικά, δεν έλειψε που να μην φυλάττη και τα όσα της έταξεν, ήγουν που να μην την βιάση με κανένα τρόπον διά να τον στεφανωθή, και να μην κάμη χωρίς την θέλησίν της κανένα πράγμα, διά τα οποία όλα αυτά δεν έλειπε που να μη δείχνη κάποιαν ευχαριστίαν προς αυτόν αλλά δεν ανταπεκρίνετο εις την αγάπην του, και δεν τον έβλεπε μετά χαράς.
Τα δε βασιλικά παλάτια από την αρχήν αμέσως τα έκτισαν εις τους ιδίους τόπους, όπου εκατοίκησεν ο θεός και οι πρόγονοί των· τα εκατοικούσε δε ο ένας βασιλεύς διαδεχόμενος άλλον και, εν ώ ήσαν στολισμένα, τα εστόλιζε και αυτός και επροσπαθούσε να περάση όσον ηδύνατο πάντοτε τον προηγούμενον, εις τρόπον ώστε έκαμαν τα παλάτια να τα θαυμάζη κανείς, όταν τα έβλεπε, διά το μεγαλείον και την ωραιότητα των έργων, τα οποία είχον.
Σκιάζεται για να της τον 'πή· σκιάζεται, και δεν ξέρει Πως φαρμακώνει την καρδιά ο πόνος ο κρυμμένος! ... Μια μέρα την εκύτταξε που εμάζευε λουλούδια, Κ' εστόλιζε τα στήθηα της και τα μαλλιά της γύρω· Κι' όταν αυτή ξεμάκρυνε και πήγε 'ςτο χωριό της, Ο Ήλιος επερπάτησεν όλον αυτόν τον τόπο. Κι' όσα λουλούδια εύρε μπροστά κι' όσα καλά βοτάνια, Τα ράντισε με δάκρυα του και με θερμά φιλιά του.
Κι η Κλεαρίστη αφού πήρε μαζί της τη Χλόη, την εστόλιζε σαν γυναίκα πια του γιου της. Μα το Δάφνη παίρνοντάς τον κατά μέρος ο Διονυσιοφάνης μονάχο, τον ερωτούσε αν είναι παρθένα. Κι άμα εκείνος ορκιζότανε ότι δεν είχε γίνει τίποτε περισσότερο από το φιλί και τους όρκους, αφού χάρηκε για τον όρκο, τους εκάθιζε στο τραπέζι. Τότε λοιπόν μπορέσανε να ιδούν ποια είναι η ομορφιά, όταν στολιστή.
Από την αυγή ως το βράδυ το εγύριζε, το εστόλιζε, το επεριποιόταν σαν νοικοκυριό της. Ανέβαινε στο κάσαρο, εκατέβαινε στην πλώρη, εσυγύριζε τα φτωχόρουχα στα γιατάκια μας· έμπαινε στο μαγεριό, έβγαινε στο τσιμπούκι να δέση μαζί μας τους φλόκους.
Το τρεχαντήρι σε κάθε λιμάνι το έβαφε, το εστόλιζε, το επάστρευε, το εγλυκοκύταζε σαν καλός καβαλάρης το άλογο του· πολλές φορές άνοιγε κουβέντα μαζί του. Το παιδί κάθε βράδυ στα γόνατα το έπαιρνε, το εκύλαε, το εψηλαφούσε στα ξανθόσγουρα μαλλιά, το εφιλούσε παθητικά σαν ερωμένη. — Παιδί μου — Μπιούτη μου! ετρυφεροψιθύριζε.
Καθώς λοιπόν εμοίραζεν, εις άλλα μεν επροσκολλούσε δύναμιν χωρίς ταχύτητα, τα δε πλέον αδύνατα εστόλιζε με ταχύτητα· εις άλλα δε έδιδεν όπλα, εις εκείνα δε εις τα οποία έδιδε φύσιν χωρίς όπλα εφεύρισκε κάποιαν άλλην δύναμιν διά να σώζωνται.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν