United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το τρεχαντήρι σε κάθε λιμάνι το έβαφε, το εστόλιζε, το επάστρευε, το εγλυκοκύταζε σαν καλός καβαλάρης το άλογο του· πολλές φορές άνοιγε κουβέντα μαζί του. Το παιδί κάθε βράδυ στα γόνατα το έπαιρνε, το εκύλαε, το εψηλαφούσε στα ξανθόσγουρα μαλλιά, το εφιλούσε παθητικά σαν ερωμένη. — Παιδί μουΜπιούτη μου! ετρυφεροψιθύριζε.

Όλα θαμπά γύρω μου, όλα χαμένα στο πυκνό χιονόβολο. Και η «Παντάνασα» έτρεχεν ακόμη ακράτητη, γοργή, θεότρελη σαν να την έσερναν μαγνήτες οι αόρατες στεριές.& — Τίποτα! φωνάζω. Και ο λόγος μου κρυώτερος από τον πάγο, σκληρότερος από τον τρελοχιονιά εκύλαε στο κατάστρωμα, επλάνταζε τα στήθη των συντρόφων μου. — Τίποτα! εφώναζα σε κάθε λεφτό. — Άλλα δυο κεριά μωρέ! επρόσταξε πάλι ο καπετάνιος.

Βγήκε από το χωριό και κατέβηκε στο Βαθυλάκωμα με το χάραμα. Την πήραν γλυκοχαράματα που έσκυβε απάνου στο νερό κι ακαρτέραε το λαμπριάτικο ταρνί της. Καμιά φορά εκουφογόγκηξ' η σπηλιά μέσαθε. Το νερό εκύλαε με πλειότερη βουή τόρα. Σε λίγο πλαφ! πλαφ! κάνει και πέφτει κάτου μαφρούς ένα τραγήσιο τομάρι φουσκωμένο.

Όσο έγερνε ολοένα στο βασίλεμα, εζωγράφιζε στα ανοιχτά, πότε ένα πανί καϊκιού αρέκαντο κεικάτω βαθιά, πότ' έναν ξυλάρμενον καραβιού παπαφίγκο. Εκύλαε ολοένα αποκαρωμένος, αργός· επάγαινε να βυθίση κάτω, κεικάτω, στης Μπαρμπαριάς τάγρια τα πέλαγα, που δεν τα ίσκιωσε πανί και κουπί, ακούς, δεν ταβλάκωσε. — Αμάν και το δικό σου το κακό! μου λέει ο φίλος, τινάζοντας ψηλά από το σβέρκο το γιακά.

Ο ήλιος δυο τριχιές να πέση, αβλάκωνε αποκαρωμένος το γαλάζιο θόλο απάνω. Όσο έγερνε, εχρύσωνε με λαμπρά ροδόξαθα χρώματα τασημένια πλάτια του γιαλού πέρα, καταπέρα. Εκύλαε απάνωθε αργός εμεγάλωνε τους ίσκιους· εχρωμάτιζε περίλαμπρα τις σταχτερές βουνοκορφάδες του Ταΰγετου. Έχασκαν κ' οι κάβοι κατακάτω, μες το πέλαγο.

Επάγαινε έτσι κάμποσον καιρό η δουλειά. Εκύλαε τον κατήφορο της σπηλιάς το νερό του Μπέη ταρνιά, κ' εχαιρόταν η χαροκαμένη τ' Αργύρη η μάνα, κ' εξεφάντωναν τόρα οι χωριανοί όλοι, κι όλοι οι γειτόνοι του Νάκο-Μήτρα του συχωρεμένου. Μα κ' οι κοπές του Μπέη λιγόστεβαν από μέρα σε ημέρα. Κι αφτό ήταν πούκαμε τον Μπέη να υποψιαστή και να παραμονέψη τον Αργύρη.