United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πουλάκι εχόρευε γύρω εις το χαμόμηλον και εκελαδούσε και έλεγε: — Τι μαλακόν είναι το χορτάρι! και τι ωραίον το μικρόν τούτο άνθος με την χρυσήν του καρδίαν και τα αργυρά του φορέματα! Το χαμόμηλον ήτο καταευχαριστημένον· το πουλάκι το εφιλούσε, του εκελαδούσε, και έπειτα επέταξε πάλιν εις τον αέρα. Επέρασεν αρκετή ώρα διά να συνέλθη το χαμόμηλον.

Κ' ενώ ακόμη αυτή έλεγε κι ο Διονυσιαφάνης εφιλούσε τα σημάδια κ' έκλαιγε από περίσσα χαρά, ο Άστυλος ακούγοντας ότι είναι αδελφός του, αφού επέταξε το πανωφόρι του, έτρεχε κατά το περιβόλι θέλοντας να φιλήση πρώτος το Δάφνη· Και σαν τον είδε ο Δάφνης να τρέχη με πολλούς και να φωνάζη, νομίζοντας ότι έτρεχε επειδή ήθελε να τον πιάση, αφού επέταξε χάμω το ταγάρι και το σουραύλι έφευγε κατά τη θάλασσα για να γκρεμιστή από το μεγάλο βράχο.

Το τρεχαντήρι σε κάθε λιμάνι το έβαφε, το εστόλιζε, το επάστρευε, το εγλυκοκύταζε σαν καλός καβαλάρης το άλογο του· πολλές φορές άνοιγε κουβέντα μαζί του. Το παιδί κάθε βράδυ στα γόνατα το έπαιρνε, το εκύλαε, το εψηλαφούσε στα ξανθόσγουρα μαλλιά, το εφιλούσε παθητικά σαν ερωμένη. — Παιδί μουΜπιούτη μου! ετρυφεροψιθύριζε.

Την αφήκα, Κλωνάριον, να κάμη ό,τι ήθελε, αφού τόσον μ' επαρακαλούσε, μου έδωκε δε και ένα περιδέραιον μεγάλης αξίας και μου εχάρισε διάφορα υφάσματα από τα λεπτοΰφαντα. Έπειτα εγώ την αγκάλιασα ως άνδρα και αυτή μ' εφιλούσε και έκανε και ελαχάνιαζε και ελιγώνετο από ηδονήν. ΚΛΩΝ. Μα τέλος πάντων τι έκανε; Με ποίον τρόπον; Αυτό προ πάντων θέλω να μου πης.

Νεαροί κυνηγοί και νεάνιδες, άνδρες και γυναίκες, που κάποτε μέσα εις τα βάραθρα του Παγώνος κατεβυθίσθησαν, ίσταντο εκεί ζωντανοί με ανοικτόν και διεσπασμένον εις γέλωτα στόμα, και βαθιά αποκάτω ήχουν οι κώδωνες εκκλησιών πόλεων, που κατεποντίσιθησαν· το Κοινόν ήτο γονατισμένον κάτω από τον θόλον της εκκλησίας, ράβδοι πάγου εσχημάτιζον τους φωνητικούς του εκκλησιαστικού οργάνου αυλούς, ο χείμαρρος του βράχου το έκρουε: Η &Νεράιδα του Πάγου& εκάθητο επάνω εις τον πυθμένα, ανυψώνετο επάνω προς τον Ρούντυ, εφιλούσε τους πόδας του και παγετώδης ψυχρά φρίκη θανάτου διέτρεχε τα μέλη του, ηλεκτρικός κλονισμός.

Τέτοια πράγματα δεν είναι εύκολον να τα κρατήση κανείς μυστικά· είναι σαν άμμος μέσα εις κόσκινον, και τρέχει έξω· μετ' ολίγον ήξευραν όλοι, ότι ο Ρούντυ, αν και ήτο καλό παλληκάρι, όμως έδινε φιλιά εις τον χορόν και μόλα ταύτα δεν είχε φιλήσει ίσα ίσα εκείνην, που θα εφιλούσε με όλην του την καρδιά.

Αμέσως ο Δρύαντας εξέχασε το κρέας και το σκυλί· κι αφού εφώναξε δυνατά «γεια σου παιδί μουτον αγκάλιαζε και τον εφιλούσε και τον έμπαζε μέσα κρατώντας τον από το χέρι. Παρολίγο λοιπόν η Χλόη κι ο Δάφνης άμα ιδωθήκανε να πέσουνε χάμω· σαν μπόρεσαν όμως να μείνουν ορθοί εχαιρετήθηκαν και γλυκοφιληθήκανε· κι αυτό τους έγινε στήριγμα για να μη πέσουν.

Τότε η βυζάστρα Ευρύκλεια τον είδε απ' όλους πρώτη, ενώ προβείαις άπλονετα τεχνικά θρονία, κ' ήλθ' έμπροσθέν του κλαίοντας• ολόγυρα κ' η άλλαις δούλαις εσυναθροίζονταν του αδάμαστου Οδυσσέα, και με χαραίςτην κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον φιλούσαν. 35 απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη, κ' έλαμπε ωσάν την Άρτεμιν ή ωσάν την Αφροδίτη. έκλαψ', εσφικταγκάλιασε τον ποθητόν υιόν της, καιτο κεφάλι, 'ς τα λαμπρά μάτια τον εφιλούσε. και με παράπον' έλεγε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, 40 Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον, αφούτην Πύλον έπλευσες, χωρίς το θέλημά μου, κρυφά, να μάθης άκουσμα του ποθητού πατρός σου. αλλ' ό,τ' είδες ή και άκουσες, ειπέ μ' ένα προς ένα».

Άλλος εφιλούσε το φυλαχτό του, άλλος έπαιρνε στην τσέπη κερί του Επιταφίου και άλλος εψιθύριζε θρησκευτικά τροπάρια. Ο καπετάνιος καθώς είδε το σκυλί εσταυροκοπήθηκε, έπιασε με το ζερβί του χέρι το σκαντάλι. Τέλος ήρθε μια στιγμή που είπαμε πως ετελείωσαν τα βάσανα. Η κουκουβάγια κουρασμένη, φαίνεται, άρχισε ν' αργοπετά τόρα, να χαμηλώνη και άξαφνα εβρόντησε χάμου στο κατάστρωμα.